Σαρκοφάγα (Carnivora)
Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών με την επιστημονική ονομασία carnivora. Τα ζώα της ομάδας αυτής τρέφονται κυρίως με κρέας, όπως υποδηλώνει και η ονομασία της τάξης, με εξαίρεση τα πάντα, που είναι φυτοφάγα, και ορισμένα παμφάγα είδη, όπως οι αρκούδες και τα ρακούν.
Ο όρος σ. στην περίπτωση αυτή έχει, ωστόσο, ταξινομική έννοια και δεν αναφέρεται μόνο στις συνήθειες διατροφής, αλλά σε ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών που οφείλονται στην κοινή φυλογενετική προέλευση των θηλαστικών αυτών. Υπάρχουν πολλά ζωικά είδη που τρέφονται με κρέας αλλά δεν περιλαμβάνονται στην τάξη των σ.
Τα σ. είναι διαδεδομένα σε όλες τις ηπείρους, εκτός της Ωκεανίας –με εξαίρεση το ντίνγκο που εισήχθη στην Αυστραλία– και συναντώνται σε ποικίλα ενδιαιτήματα. Στην ομάδα αυτή ανήκουν γνωστά είδη της άγριας πανίδας όπως οι λύκοι, οι αλεπούδες, οι αρκούδες, οι ιαγουάροι, οι ύαινες, τα λιοντάρια, οι τίγρεις, οι νυφίτσες, τα κουνάβια κ.ά., καθώς και τα πιο δημοφιλή κατοικίδια ζώα, οι σκύλοι και οι γάτες.
Λόγω της διατροφής τους που έχει ως βάση το κρέας, δηλαδή περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό πρωτεΐνης, το σώμα τους περιέχει τοξικές αζωτούχες ενώσεις όπως η αμμωνία, γεγονός που τα καθιστά ακατάλληλα για τροφή. Ορισμένα είδη κυνηγιούνται, ωστόσο, για την περιζήτητη γούνα τους (π.χ. βιζόν, ερμίνα, βίδρα), άλλα γιατί θεωρούνται απειλή για τον άνθρωπο και τα οικόσιτα ζώα (π.χ. λύκος) και άλλα απλώς από χόμπι.
Εξαιτίας της αλόγιστης θήρευσης και της λαθροθηρίας, σε συνδυασμό με την καταστροφή των φυσικών βιοτόπων τους, ορισμένα από αυτά τα ζώα απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση.
Τα σ., παρά την ποικιλία μορφών, διαστάσεων και συνηθειών που εμφανίζουν, διακρίνονται από ορισμένα βασικά, κοινά χαρακτηριστικά.
Το πιο τυπικό διακριτικό γνώρισμα των σ. είναι η οδοντοστοιχία τους, η οποία είναι πλήρης και συνήθως περιλαμβάνει σε κάθε σιαγόνα: τρία ζεύγη σχετικά μικρών κοπτήρων, ένα ζεύγος ανεπτυγμένων, κωνικών κυνοδόντων, τέσσερα ζεύγη προγομφίων, ενώ οι γομφίοι είναι δύο στην άνω και τρεις στην κάτω σιαγόνα.
Στα περισσότερα είδη ο πάνω τέταρτος προγόμφιος και ο πρώτος κάτω γομφίος έχουν τροποποιηθεί σε μεγάλα, αιχμηρά δόντια τα οποία χρησιμοποιούνται για τον τεμαχισμό του κρέατος· η συγκράτηση της λείας πραγματοποιείται με τους ισχυρούς κυνόδοντες.
Εξαίρεση αποτελούν σ. όπως οι αρκούδες, τα ρακούν και οι φώκιες, στα οποία η οδοντοστοιχία έχει τροποποιηθεί δευτερογενώς. Οι σιαγόνες των σ. συνδέονται με ισχυρούς μυς και η κάτω σιαγόνα μπορεί να εκτελεί ευρείες κάθετες κινήσεις, αλλά όχι οριζόντιες.
Το σώμα και τα άκρα τους έχουν τροποποιηθεί ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν.
Τα οστά της κλείδας είναι υποτυπώδη ή λείπουν τελείως, επιτρέποντας την ευκινησία της ωμικής ζώνης.
Ο εγκέφαλος των σ. είναι μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος του σώματός τους και εμφανίζει πολυάριθμες έλικες, κάτι το οποίο σχετίζεται με τις ανεπτυγμένες διανοητικές τους ικανότητες.
Στα περισσότερα είδη, οι αισθήσεις, και ιδιαίτερα η όραση, η ακοή και η όσφρηση, είναι οξύτατες, γεγονός που τα καθιστά ικανότατους θηρευτές.
Το πεπτικό τους σύστημα περιλαμβάνει απλό στομάχι και κοντό έντερο.
Οι συνήθειες, οι μέθοδοι σύλληψης της λείας, οι στρατηγικές αναπαραγωγής και ο τύπος κοινωνικής οργάνωσης των σ. ποικίλλουν ανάμεσα στα διάφορα είδη.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, νυχτόβια και ημερόβια σ., χερσαία και ημιυδρόβια, είδη που ζουν μοναχικά, κατά ζεύγη, κατά μικρές οικογενειακές ομάδες ή σε αγέλες με υψηλό βαθμό κοινωνικής οργάνωσης (π.χ. λύκος) κλπ.
Η τάξη των σ. περιλαμβάνει περίπου 13 οικογένειες με 270 είδη, τα οποία κατατάσσονται συχνά σε δύο υποτάξεις: στα σχιστόποδα (fissipedia), που περιλαμβάνουν όλα τα χερσαία είδη και στα πτερυγιόποδα (pinnipedia), τα οποία είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια διαβίωση· υπάρχει και μια τρίτη υπόταξη, τα κρεόδοντα, τα είδη της οποίας έχουν εκλείψει (βλ. λ. κρεόδοντα). Σε ορισμένα συστήματα ταξινόμησης τα πτερυγιόποδα κατατάσσονται ως ξεχωριστή τάξη.

Σχιστόποδα (fissipedia)
Εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία μορφών και διαστάσεων και είναι διαδεδομένα σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και της Ωκεανίας. Είναι ευκίνητα ζώα, άλλοτε ρωμαλέα και μυώδη, όπως τα αιλουροειδή, και άλλοτε μικρά και λεπτοφυή, όπως οι νυφίτσες. Τα σχιστόποδα είναι δακτυλοβάμονα ή πελματοβάμονα· τα άκρα τους είναι συχνά ανεπτυγμένα και ισχυρά, κατάλληλα για γρήγορο τρέξιμο.
Τα δάχτυλά τους είναι εφοδιασμένα με αιχμηρούς γαμψώνυχες, συσταλτούς ή μη, με τη βοήθεια των οποίων το ζώο συλλαμβάνει και κατασπαράσσει τη λεία του· ορισμένα είδη χρησιμοποιούν επίσης τους γαμψώνυχές τους για να αναρριχώνται στα δέντρα. Το τρίχωμά τους μπορεί να είναι κοντό ή μακρύ, σκληρό ή απαλό, ποικίλων χρωματικών προτύπων.
Τα μάτια τους είναι μεγάλα, με στρογγυλή ή κάθετη κόρη που προσαρμόζεται στιγμιαία στις διακυμάνσεις της έντασης του φωτός. Ο αριθμός των ουραίων σπονδύλων ποικίλλει σημαντικά, με αποτέλεσμα η ουρά να εμφανίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς το μήκος.
Τα σχιστόποδα περιλαμβάνουν 10 οικογένειες με αρτίγονα είδη, οι οποίες ομαδοποιούνται σε δύο υπεροικογένειες: στα feloidea, που μοιάζουν περισσότερο με τις γάτες και περιλαμβάνουν τις οικογένειες των αιλουροειδών, των υαινιδών, των βιβεριδών και των ερπηστιδών, και στα κυνοειδή (cynoidea), που μοιάζουν περισσότερο με τους σκύλους και περιλαμβάνουν τις οικογένειες των αιλουριδών, των αρκτιδών, των κυνιδών, των μεφιτιδών, των μουστελιδών και των προκυονιδών. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες της εξέλιξης και των φυλογενετικών σχέσεων των διαφόρων ομάδων σ., διακρίνονται δύο υποτάξεις, τα αιλουρόμορφα (feliformia) και τα κυνόμορφα (caniformia)· στα δεύτερα περιλαμβάνονται και τα πτερυγιόποδα γιατί φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με τις αρκούδες και τα ρακούν, παρά με τις γάτες.

Αιλουρίδες (ailuridae)
Περιλαμβάνει μόνο 1 είδος, το Αilurus fulgens, το οποίο είναι γνωστό με την κοινή ονομασία μικρό ή κόκκινο πάντα.
Αιλουροειδή (felidae)
Περιλαμβάνει 16 γένη, στα οποία ανήκουν συνολικά 36 είδη, όπως είναι η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, το πούμα, ο ιαγουάρος, ο γατόπαρδος, ο λύγκας κ.ά. Είναι δακτυλοβάμονα ζώα και τα πόδια τους είναι εφοδιασμένα με συσταλτούς γαμψώνυχες. Το σώμα τους είναι πολύ ευκίνητο και καλύπτεται από πυκνό και, συνήθως, απαλό τρίχωμα.
Τρέφονται αποκλειστικά με ζωικούς οργανισμούς.
Τα αιλουροειδή είναι τυπικά σαρκοφάγα θηλαστικά, με οξεία όραση, πλήρη οδοντοστοιχία και συσταλτούς γαμψώνυχες.
Αρκτίδες (ursidae)
Περιλαμβάνει 8 είδη μεγαλόσωμων θηλαστικών, τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αρκούδες, εκτός από το Αiluropoda melanoleuca, που είναι γνωστό ως γιγάντιο πάντα. Είναι πελματοβάμονα ζώα, με καμπυλωτά νύχια.
Έχουν ογκώδες σώμα και πολύ περιορισμένη ουρά. Είναι παμφάγα, γι’ αυτό και οι γομφίοι τους φέρουν φυμάτια· εξαίρεση αποτελεί το πάντα που τρέφεται με φυτά, κυρίως μπαμπού. Η τάξη των σαρκοφάγων θηλαστικών περιλαμβάνει και παμφάγα είδη, όπως είναι οι αρκούδες.
Βιβερίδες (viverridae)
Περιλαμβάνει 20 γένη, στα οποία ανήκουν περίπου 30-35 είδη, όπως είναι οι μοσχογαλές. Είναι στην πλειοψηφία τους δακτυλοβάμονα ζώα και τα πόδια τους είναι εφοδιασμένα με μερικώς συσταλτά νύχια. Έχουν ευλύγιστο σώμα, μετρίων διαστάσεων, και μακριά ουρά. Παλαιότερα, στην οικογένεια αυτή περιλαμβάνονταν και οι μαγκούστες, οι οποίες πλέον κατατάσσονται στην οικογένεια των ερπηστιδών. βιβερίδες· γενέτη· ημιγαλή· μοσχογαλή.
Ερπηστίδες (herpestidae)
Περιλαμβάνει 17-18 γένη, στα οποία ανήκουν περίπου 35 είδη τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία μαγκούστες. Είναι μικρά ζώα, μήκους 25-75 εκ., με μικρό κεφάλι, οξύ ρύγχος και κοντά, στρογγυλά αφτιά. Είναι ως επί το πλείστον δακτυλοβάμονα ζώα και τα δάχτυλά τους είναι εφοδιασμένα με κυρτά, μη συσταλτά νύχια.
Κυνίδες (canidae)
Περιλαμβάνει 10-14 γένη, στα οποία ανήκουν περίπου 35 είδη, όπως είναι οι σκύλοι, οι λύκοι, τα τσακάλια, τα κογιότ και οι αλεπούδες.
Είναι δακτυλοβάμονα ζώα και τα δάχτυλά τους είναι εφοδιασμένα με μη συσταλτά, αμβλεία νύχια.
Έχουν μάτια με στρογγυλή κόρη και φέρουν πλήρη οδοντοστοιχία, αλεπού· κογιότ· λύκος· σκύλος· τσακάλι.
Ο λύκος, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των κυνιδών, θεωρείται ο πρόγονος όλων των κατοικίδιων φυλών σκύλων.


Μεφιτίδες (mephitidae)
Περιλαμβάνει 4 γένη, τα Mephitis, Conepatus, Spilogale και Mydaus, στα οποία ανήκουν 11 είδη. Είναι μικρά ζώα με σχετικά μακρύ ρύγχος και μακριά ουρά με πυκνό τρίχωμα. Έχουν κοντά άκρα, τα οποία είναι εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια, κατάλληλα για σκάψιμο. Διακρίνονται από τα ασπρόμαυρα σχέδια του τριχώματός τους και την παρουσία καλά ανεπτυγμένων πρωκτικών αδένων, από τους οποίους εκκρίνεται ένα πολύ δύσοσμο υγρό. Παλαιότερα, τα γένη αυτά κατατάσσονταν στην οικογένεια των μουστελιδών.
Μουστελίδες (mustelidae)
Περιλαμβάνει περίπου 25 γένη με 55-65 είδη, όπως είναι οι ασβοί, οι βίδρες, οι νυφίτσες, τα κουνάβια κ.ά. Είναι πελματοβάμονα ζώα και τα δάχτυλά τους διαθέτουν λίγο έως καθόλου συσταλτά νύχια. Το δέρμα τους καλύπτεται από πυκνό και απαλό τρίχωμα, το οποίο σε αρκετά είδη είναι πολύτιμο.
Ορισμένα είδη, μέσω ειδικών πρωκτικών αδένων, εκκρίνουν υγρό με δυσάρεστη οσμή, ασβός· βίδρα· βιζόν· ερμίνα· ζιμπελίνα· κουνάβι· μουστελίδες· νυφίτσα.
Η βίδρα είναι ημιυδρόβιο, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών, περιζήτητο για την εξαιρετικής ποιότητας γούνα του.
Προκυονίδες (procyonidae)
Περιλαμβάνει 6 γένη, στα οποία ανήκουν 18-19 είδη, πολλά από τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ρακούν. Πρόκειται για παμφάγα ζώα, τα οποία συναντώνται αποκλειστικά στην Αμερική. Είναι συνήθως πελματοβάμονα, με κοντά, κυρτά νύχια, ημισυσταλτά σε ορισμένα είδη.
Υαινίδες (hyaenidae)
Περιλαμβάνει 4 γένη με ένα είδος το καθένα, μεταξύ των οποίων οι ύαινες και ο προτελής. Είναι δακτυλοβάμονα ζώα με μη ανασταλτά νύχια. Η ράχη τους είναι κυρτή προς τα πίσω επειδή τα μπροστινά άκρα είναι μακρύτερα από τα πίσω. Οι ύαινες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με πτώματα, ενώ ο προτελής τρέφεται κυρίως με τερμίτες.
Πτερυγιόποδα (pinnipedia)
Τα πτερυγιόποδα είναι μεγαλόσωμα ημιυδρόβια θηλαστικά τα οποία οφείλουν την ονομασία τους στη διαμόρφωση των άκρων τους σε πτερύγια, κατάλληλα για κολύμβηση.
Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι φώκιες, οι θαλάσσιοι ελέφαντες, οι θαλάσσιοι λέοντες κ.ά. Τα πτερυγιόποδα έχουν σχετικά μικρό κεφάλι, ευκίνητο λαιμό και συμπαγές σώμα με υδροδυναμικό σχήμα, το οποίο καλύπτεται συνήθως από λείο και κοντό τρίχωμα· η ουρά τους είναι γενικά υποπλασμένη. Στα μπροστινά άκρα είναι πολύ ανεπτυγμένα τα οστά που αντιστοιχούν στο κάτω χέρι (καρπικά, μετακαρπικά, φάλαγγες δαχτύλων), ενώ είναι περιορισμένα εκείνα του προβραχίονα και του βραχίονα.
Τα πίσω άκρα έχουν ανάλογη διάρθρωση, αλλά είναι συνήθως μικρότερα και χρησιμεύουν περισσότερο ως πηδάλιο, παρά ως προωστικό μέσο. Σε όλα τα είδη τα πτερύγια των αφτιών είναι μικρά ή απουσιάζουν τελείως. Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, καθώς και οι θηλές, φυλάσσονται σε ειδικές σχισμές ή κοιλότητες του δέρματος. Η οδοντοστοιχία τους είναι απλούστερη από αυτή των σχιστοπόδων, συνήθως με μικρότερο αριθμό δοντιών.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των πτερυγιοπόδων είναι επίσης η ανάπτυξη ενός παχιού στρώματος υποδόριου λίπους, το οποίο συμβάλλει κυρίως στη θερμομόνωση του σώματος, καθώς και στην επίπλευση.
Τα πτερυγιόποδα είναι κατανεμημένα στις παράκτιες ζώνες σχεδόν όλης της Γης, αλλά προτιμούν κυρίως τα ψυχρά νερά των πολικών θαλασσών όπου συναντώνται κατά πολυάριθμες αγέλες· συχνά εκτελούν μεγάλες μεταναστεύσεις.
Η τροφή τους περιλαμβάνει ψάρια, κεφαλόποδα μαλάκια, καρκινοειδή και άλλα θαλάσσια ασπόνδυλα. Η αναπαραγωγή τους πραγματοποιείται στις ακτές, όπου παραμένουν έως ότου τα μικρά αποκτήσουν αντοχή για μακρά κολύμβηση.
Τα πτερυγιόποδα περιλαμβάνουν τρεις οικογένειες: τις φωκίδες, τις ωταριίδες και τις οδοβαινίδες.
Θεωρούνται μονοφυλετική ομάδα, γι’ αυτό κατατάσσονται και ως ξεχωριστή τάξη.
Στα τελευταία ταξινομικά συστήματα περιλαμβάνονται στην υπόταξη κυνόμορφα της τάξης των σ.

Οδοβαινίδες (odobenidae)
Περιλαμβάνει μόνο ένα αρτίγονο είδος, το Odobenus rosmarus, το οποίο συναντάται στις θάλασσες των αρκτικών περιοχών.
Το σώμα του είναι ογκώδες, με βάρος που μπορεί να φτάσει τα 1.700 κιλά. Έχει αρκετά κοντό λαιμό και σχετικά μικρό, στρογγυλό κεφάλι με ευρύ ρύγχος, το οποίο φέρει σκληρές τρίχες που μοιάζουν με μουστάκι. Το δέρμα του είναι χοντρό, ρυτιδωμένο, καστανού χρώματος και καλύπτεται από πολύ αραιές, κοντές τρίχες. Το πτερυγιόποδο αυτό χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων χαυλιοδόντων, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι κυνόδοντες που αναπτύσσονται συνεχώς και μπορούν να φτάσουν σε μήκος το 1 μ. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις του, αντί για ψάρια, το ζώο αυτό τρέφεται κατά προτίμηση με μαλάκια, καρκινοειδή και άλλα ασπόνδυλα, τα οποία αναζητά στον βυθό της θάλασσας.

Φωκίδες (phocidae)
Αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των πτερυγιοπόδων, στην οποία ανήκουν οι φώκιες και οι θαλάσσιοι ελέφαντες. Σε αντίθεση με τις άλλες δύο οικογένειες, τα πίσω άκρα των φωκιδών έχουν κατεύθυνση προς τα πίσω και δεν αναδιπλώνονται προς τα εμπρός· για τον λόγο αυτό μετακινούνται στην ξηρά έρποντας και όχι στηριζόμενες στα τέσσερα άκρα τους όπως οι ωταρίες και ο οδόβαινος. Βλ. λ. ελέφαντας, θαλάσσιος· φώκια. Ο θαλάσσιος ελέφαντας, πτερυγιόποδο θηλαστικό του γένους Mirounga, είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος αντιπρόσωπος της τάξης των σαρκοφάγων.

Ωταριίδες (otariidae)
Περιλαμβάνει 7 γένη με 14 είδη, τα οποία διαιρούνται σε δύο ομάδες: στους θαλάσσιους λέοντες (5 είδη), οι οποίοι διαθέτουν κοντό, σκληρό τρίχωμα και στις μαλλιαρές φώκιες, με πυκνό, απαλό τρίχωμα.
Φέρουν μικρά εξωτερικά πτερύγια των αφτιών –απ’ όπου προήλθε και η ονομασία της οικογένειας– τα οποία απουσιάζουν στα άλλα πτερυγιόποδα. Βλ. λ. αρκτοκέφαλος· καλόρρινος· λιοντάρι της θάλασσας· ωταρία.