Μοσχογαλή (Viverrinae)
Κοινή ονομασία πολλών ειδών σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των βιβεριδών· είναι, επίσης, γνωστά με την ονομασία ζιβέτ ή σιβέτ (civet).
Πρόκειται για περίπου 30 είδη, τα οποία είναι διαδεδομένα στη νοτιοανατολική Ασία, στην Αφρική και λιγότερο στη νότια Ευρώπη. Το σώμα των μ. είναι λεπτό και ευλύγιστο και καταλήγει σε κοντά πόδια με 5 δάχτυλα.
Το μήκος τους κυμαίνεται από 30 εκ. μέχρι 1 μ., χωρίς την ουρά –η οποία
γενικά είναι πολύ ανεπτυγμένη και φουντωτή–, ενώ το βάρος τους από 1 μέχρι 14 κιλά. Κατά κανόνα, οι μ. χαρακτηρίζονται από μικρό κεφάλι με μακρύ ρύγχος και μικρά, όρθια, αιχμηρά αφτιά. Το πυκνό, κίτρινο ή γκριζωπό τρίχωμά τους είναι συχνά διάστικτο από σκούρες κηλίδες ή λωρίδες.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των μ., είναι η έκκριση από τους πρωκτικούς τους αδένες ενός υγρού με έντονη μυρωδιά μόσχου, γνωστό και ως ζιβέτ ή ζίβεθο, το οποίο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
Για τον λόγο αυτό πολλά είδη μ. είναι περιζήτητα και εκτρέφονται από την αρχαιότητα. Προικισμένες με πολύ οξείες αισθήσεις, οι μ. είναι πονηρά και δραστήρια ζώα. Η τροφή τους αποτελείται κυρίως από μικρά σπονδυλωτά και φυτικές ουσίες και την αναζητούν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Οι μ. ανήκουν σε διάφορα γένη μεταξύ των οποίων τα Viverra, Viverricula, Civettictis, Paradoxurus, Nandinia κ.ά.
Τα περισσότερα από αυτά περιλαμβάνουν εδαφόβια είδη, με σημαντικότερα το μεγάλο σιβέτ της Ινδίας, Viverra zibetha, και το μικρό σιβέτ της Ινδίας, Viverricula indica.
Το αφρικανικό σιβέτ, Civettictis civetta, είναι ημιυδρόβιο, ενώ υπάρχουν επίσης πολλά δενδρόβια είδη, όπως τα Paradoxurus hermaphroditus και Nandinia binotata, τα οποία ζουν πάνω στα φοινικόδεντρα.