Ντίνγκο (Canis lupus dingo)
Κοινή ονομασία σαρκοφάγου θηλαστικού του υποείδους Canis lupus dingo, της οικογένειας των κυνιδών (διεθν. dingo).
Πρόκειται για άγριο σκύλο ο οποίος συναντάται κυρίως στην Αυστραλία αλλά και σε διάσπαρτες ομάδες στη νότια Ασία.
Σύμφωνα με τη μελέτη των απολιθωμάτων, αλλά και με βάση σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα (ανάλυση μιτοχονδριακού DNA), το ν. έφθασε στην Αυστραλία πριν από
περίπου 3.500-4.000 χρόνια, από τη νοτιοανατολική Ασία απ’ όπου πιστεύεται ότι κατάγεται. Τα αρχαιότερα απολιθωμένα ευρήματα του είδους είναι ηλικίας 5.500 χρόνων και έχουν βρεθεί στο Βιετνάμ.
Το ν. εισήχθη στην Αυστραλία ως εξημερωμένο ζώο, αλλά με την πάροδο του χρόνου επέστρεψε σταδιακά σε άγρια κατάσταση.
Παρουσιάζει χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ σκύλου και λύκου. Έχει μήκος σώματος 85-120 εκ. και ύψος στο ακρώμιο 45-65 εκ.· τα αρσενικά είναι γενικά μεγαλύτερα από τα θηλυκά.
Το κεφάλι του είναι μεγάλο, με σχετικά μακρύ και στενό ρύγχος και οξύληκτα αφτιά. Έχει πυκνό και σχετικά κοντό τρίχωμα, διαφόρων χρωμάτων, συνήθως ξανθοκίτρινο ή σκούρο καφέ. Τα άκρα του είναι ρωμαλέα, εφοδιασμένα με μακριά νύχια και η ουρά του μακριά και φουντωτή.
Το ν. ζει μόνο του σε ακατοίκητες περιοχές ή σχηματίζει αγέλες μέχρι 10 ατόμων, συνήθως κατά την αναπαραγωγική περίοδο ή για να κυνηγήσει μεγάλα θηράματα.
Ζευγαρώνει μία φορά τον χρόνο –σε αντίθεση με τον κατοικίδιο σκύλο που ζευγαρώνει δύο φορές– και ύστερα από μια περίοδο κύησης περίπου 9 εβδομάδων το θηλυκό γεννά κατά μέσο όρο 3-4 μικρά, τα οποία θηλάζει για 2 μήνες.
Από την αγέλη αναπαράγεται μόνο το επικρατέστερο ζευγάρι, καθώς το κυρίαρχο θηλυκό σκοτώνει τα μικρά των υπόλοιπων θηλυκών.
Το ν. συγκαταλέγεται στα κυριότερα σαρκοφάγα θηλαστικά της Αυστραλίας· παραμένει κρυμμένο την ημέρα και αναζητά την τροφή του τη νύχτα. Κυνηγά διάφορα είδη ζώων, όπως μαρσιποφόρα (καγκουρό), βοοειδή, πρόβατα, αλλά κυρίως πιο μικρόσωμα ζώα, όπως λαγούς.
Η διατροφή του περιλαμβάνει επίσης πτηνά, ερπετά, έντομα, πτώματα ζώων, αλλά και φυτικές τροφές.

Οι αντιπρόσωποι της νότιας Ασίας ζουν σε στενή επαφή με τον άνθρωπο και γι’ αυτό στη διατροφή τους περιλαμβάνονται και υπολείμματα ανθρώπινης τροφής, όπως μαγειρεμένο ρύζι ή φρούτα.
Η εισαγωγή του ν. στην Αυστραλία συνοδεύτηκε από σημαντικές οικολογικές αλλαγές οι οποίες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες· είναι σχεδόν βέβαιο, πάντως, ότι ευθύνεται για την εξαφάνιση πολλών μαρσιποφόρων θηλαστικών, μεταξύ των οποίων ο λύκος της Τασμανίας (Τhylacinus cynocephalus).

Οι Ευρωπαίοι έποικοι που έφτασαν στην Αυστραλία ήταν αρχικά ανεκτικοί απέναντι στο ν., σύντομα όμως άλλαξαν στάση, καθώς διαπίστωσαν ότι αποτελούσε απειλή για τα πρόβατα, τα οποία αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της οικονομίας τους· έτσι άρχισαν να το κυνηγούν και να το δηλητηριάζουν.
Το ν., ωστόσο, εκτιμάται για τη συμμετοχή του στον έλεγχο των πληθυσμών του ευρωπαϊκού λαγού, ο οποίος θεωρείται επιβλαβής σε όλη την Αυστραλία.
Συχνά, οι Αβορίγινες αιχμαλωτίζουν τα νεαρά ν. και τα εξημερώνουν για να τα χρησιμοποιήσουν στο κυνήγι μαρσιποφόρων, εμού και άλλων ζώων.
Οι σημαντικότεροι θηρευτές του είναι οι άνθρωποι και ορισμένα άλλα είδη κυνιδών, όπως τα τσακάλια και τα κατοικίδια σκυλιά.
Το υποείδος κινδυνεύει με γενετική εξαφάνιση, εξαιτίας της διασταύρωσής του με τα κατοικίδια σκυλιά.




ντίνγκο
(canis dingo). Σαρκοβόρο της οικογένειας των Κυνιδών. Το άγριο αυτό σκυλί, που ζει στην Αυστραλία, μόλις ξεπερνά σε ύψος τα 0,50 μ. ως το ακρώμιο· το τρίχωμά του είναι πυκνό και όχι πολύ μακρό, με διάφορα χρώματα, αλλά πάντοτε ομοιόμορφα: μπορεί να είναι ξανθοκιτρινωπό ή σκούρο καφέ. Το κεφάλι είναι μεγάλο, με ρύγχος μάλλον μακρύ και οξύληκτα αυτιά, πλατιά στη βάση· τα μάτια του έχουν έκφραση θηριώδη. Τα άκρα του είναι ρωμαλέα, εφοδιασμένα με μακριά νύχια· η ουρά, αρκετά πυκνή και μακριά. Ο ν. ζει σε μη κατοικημένα μέρη, μένει κρυμμένος την ημέρα και αναζητά την τροφή τη νύχτα, σκοτώνοντας καγκουρό, αλλά και κατοικίδια ζώα. Για τον λόγο αυτό παλαιότερα οι Αυστραλοί άποικοι τον κυνηγούσαν αμείλικτα, τόσο ώστε το καθαρόαιμο είδος τείνει να εκλείψει. Στα χωριά των ιθαγενών ζει συχνά εξημερωμένος· στην περίπτωση αυτή τον χρησιμοποιούν για να κυνηγούν μαρσιποφόρα, εμού και θαλάσσιες χελώνες.