Λεοπάρδαλη (Panthera pardus)
Κοινή ονομασία του είδους σαρκοφάγων θηλαστικών Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών· είναι επίσης γνωστό με την κοινή ονομασία πάνθηρας.
Η λεοπάρδαλη παρουσιάζει τη μεγαλύτερη εξάπλωση από τα υπόλοιπα είδη του γένους Panther, δηλαδή το λιοντάρι, την τίγρη και τον ιαγουάρο, καθώς συναντάται σχεδόν σε ολόκληρη την Ασία και την Αφρική, με εξαίρεση τις ερημικές περιοχές. Ωστόσο, σε πολλές περιοχές οι πληθυσμοί της κινδυνεύουν
με εξαφάνιση, τόσο λόγω της καταστροφής των ενδιαιτημάτων τους, όσο λόγω του παράνομου κυνηγιού που υφίστανται για το δέρμα τους.
Το συνολικό μήκος του σώματος της λ. κυμαίνεται από 1 έως 2 μ., η ουρά της έχει μήκος περίπου 60 εκ. και το βάρος της κυμαίνεται από 30 έως 70 κιλά. Τα θηλυκά είναι γενικά μικρότερα από τα αρσενικά. Η λεοπάρδαλη φέρει κοντό τρίχωμα ξανθού ή καστανού χρώματος, λευκό στην κάτω επιφάνεια, όλο διάστικτο από σκούρες κηλίδες οι οποίες σχηματίζουν ροζέτες, ποικίλου μεγέθους, σχήματος και διάταξης, ανάλογα με τη φυλή· οι ροζέτες της λ. δεν φέρουν κηλίδα στο κέντρο τους, αντίθετα με αυτές του ιαγουάρου, με τον οποίο συγχέεται συχνά.
Οι κηλίδες του τριχώματος είναι γενικά πιο μικρές και καλύτερα διαμορφωμένες στις αφρικανικές φυλές παρά στις ασιατικές.

Στις διάφορες φυλές και των δύο ηπείρων, ιδιαίτερα όμως της Σουμάτρας και της Ιάβας, εμφανίζονται και κατάμαυρες λ., οι οποίες είναι γνωστές ως μαύροι πάνθηρες. Το κεφάλι της λ. είναι στρογγυλωπό, με κοντό ρύγχος, μάτια μεσαίου μεγέθους και μικρά πτερύγια αφτιών. Η οδοντοστοιχία της είναι πλήρης και ισχυρή, τουλάχιστον όσο και του λιονταριού.
Το σώμα της είναι μυώδες και τα πόδια της ισχυρά, εφοδιασμένα με αιχμηρούς, ανασταλτούς γαμψώνυχες.
Το ζώο αυτό ζει κατά κανόνα μοναχικό και είναι νυχτόβιο. Έχει ιδιαίτερη ικανότητα στο τρέξιμο, στο άλμα, στην αναρρίχηση, ενώ μπορεί επίσης να κολυμπάει.
Για τον λόγο αυτό η λεία της λ. περιλαμβάνει διάφορα ζώα, από μικρά τρωκτικά και μεγάλα θηλαστικά, όπως γαζέλες και αντιλόπες, μέχρι πίθηκους, πουλιά και ψάρια.
Τη νύχτα πραγματοποιεί συχνά εφόδους σε κατοικημένες περιοχές, αρπάζοντας κατοικίδια ζώα, ενώ μερικές φορές επιτίθεται και στον άνθρωπο. Ύστερα από κύηση τριών μηνών, το θηλυκό γεννά από ένα έως έξι μικρά, τα οποία κρατά κρυμμένα σε πυκνές λόχμες ή σε σπηλιές.
Η λ. προσαρμόζεται στην αιχμαλωσία, αλλά συνήθως διατηρεί τα άγρια ένστικτά της, με αποτέλεσμα να εξημερώνεται δύσκολα.
Εκτός από τον ιαγουάρο (Panthera onca), άλλα αιλουροειδή που μοιάζουν με τη λεοπάρδαλη είναι τα είδη Neofelis nebulosa, η επονομαζόμενη νεφελώδης λεοπάρδαλη της νοτιοανατολικής Ασίας, με μεγάλες αλλά όχι έντονες κηλίδες, και Uncia uncia, γνωστή και ως λεοπάρδαλη των χιονιών, διαδεδομένη στις ορεινές ζώνες της κεντρικής Ασίας και στη Σιβηρία.
Η λεοπάρδαλη των χιονιών (Panthera uncia)
Μολονότι ζει τουλάχιστον σε δώδεκα χώρες, από το Μπουτάν μέχρι τη Ρωσία, η λεοπάρδαλη των χιονιών συνδέεται συνήθως με τα Ιμαλάια.
Η λεοπάρδαλη των χιονιών, όμως, ζει άνετα σε υψόμετρο 3.000 έως 4.500 μέτρων. Έχει παχιά γούνα η οποία την προφυλάσσει επαρκώς από το κρύο, ενώ η μεγάλη ρινική κοιλότητα που διαθέτει της επιτρέπει να παίρνει το απαραίτητο οξυγόνο από τον αραιό αέρα των βουνών. Με τα πλατιά, γούνινα πέλματά της κινείται με σβελτάδα στο βαθύ χιόνι. Τι θα πούμε, όμως, για το τραχύ ορεινό έδαφος; Αυτό δεν τη δυσκολεύει διότι, χρησιμοποιώντας τη μακριά γούνινη ουρά της ως πηδάλιο, μπορεί να πηδήσει περίπου 15 μέτρα από τον έναν βράχο στον άλλον, ξεπερνώντας ακόμη και το άλμα του γκρίζου καγκουρό.

Συνήθως αυτή η λεοπάρδαλη ζυγίζει από 27 ως 45 κιλά και έχει ύψος περίπου 60 εκατοστά και μήκος δύο μέτρα από τη μύτη ως την ουρά.
Το να προσπαθεί κανείς να δει μια λεοπάρδαλη των χιονιών μπορεί να αποδειχτεί πολύ απογοητευτικό, επειδή αυτό το γκριζόλευκο αιλουροειδές φαίνεται να προσαρμόζεται σαν χαμαιλέοντας στο ορεινό τοπίο. Το αποτελεσματικό καμουφλάζ της είναι ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι την έχουν δει τόσο λίγες φορές στο φυσικό της περιβάλλον. Μάλιστα, ορισμένοι ερευνητές που έχουν τολμήσει να πάνε στα απόκρημνα βουνά για να μελετήσουν αυτό το μυστηριώδες αιλουροειδές επέστρεψαν χωρίς να το δουν ούτε μία φορά!

Επειδή οι λεοπαρδάλεις των χιονιών ζουν μοναχική ζωή είναι ακόμη πιο δύσκολο να τις δει κανείς. Επίσης, οι περιοχές όπου ζουν είναι αρκετά μεγάλες εφόσον τα θηράματά τους, συνήθως αγριοπρόβατα και αγριοκάτσικα, ζουν διάσπαρτα στα βουνά. Δυστυχώς, οι λαθροκυνηγοί​—που αναζητούν με απληστία τη γούνα αυτού του ζώου—​έχουν συμβάλει στη μείωση του πληθυσμού του μέχρι του σημείου να βρίσκεται τώρα στον κατάλογο με τα είδη υπό εξαφάνιση.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πόσες λεοπαρδάλεις των χιονιών έχουν απομείνει. Σύμφωνα με υπολογισμούς ο αριθμός τους κυμαίνεται από 3.500 ως 7.000.