Κοινή ονομασία πτερυγιόποδων θηλαστικών του γένους Μιρούνγκα (Mirounga) της οικογένειας των φωκιδών.
Στο γένος αυτό ανήκουν δύο μόνο είδη, τα Mirounga leonina και Mirounga angustirostris.
Ο θαλάσσιος ελέφαντας του νοτίου ημισφαιρίου, Mirounga leonina, είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό μετά τη φάλαινα· το ατρακτοειδές σώμα του φτάνει σε μήκος τα 6 μ. στο αρσενικό και τα 3 μ. στο θηλυκό και σε βάρος τους 4 και 1
Ωταριίδες
Λέων της θάλασσας
Αρκτοκέφαλος
Καλόρρινος
Οδόβαινος
Φωκίδες
Θάλασσιος ελέφας
Μονάχους
Φώκια
Αλίχοιρος
τόνους, αντίστοιχα. Το σώμα του έχει μεγάλη ποσότητα υποδερμικού λίπους. Λέων της θάλασσας
Αρκτοκέφαλος
Καλόρρινος
Οδόβαινος
Φωκίδες
Θάλασσιος ελέφας
Μονάχους
Φώκια
Αλίχοιρος
Το κεφάλι του έχει στρογγυλό σχήμα και στα ώριμα αρσενικά το ρύγχος προεξέχει, σαν μικρή προβοσκίδα μήκους περίπου 10 εκ., στην οποία οφείλει την κοινή ονομασία του.
Το δέρμα του καλύπτεται από γκρίζο χοντρό τρίχωμα, που είναι πιο ανοιχτόχρωμο στην κοιλιά.
Τα πρόσθια άκρα του έχουν μετασχηματιστεί σε ελαφρώς ανεπτυγμένα πτερύγια, ενώ τα δάχτυλά του συνδέονται με μεμβράνη.
Τα οπίσθια άκρα έχουν μετατοπιστεί προς τα πίσω και, σε συνδυασμό με την κοντή ουρά, εκπληρώνουν τη λειτουργία του ουραίου πτερυγίου.
Η οδοντοστοιχία του αποτελείται από 30 δόντια, κατάλληλα να συνθλίβουν ψάρια, καρκινοειδή και κυρίως κεφαλόποδα μαλάκια, με τα οποία τρέφεται.
Το ζώο αυτό ζει στο νερό και στην ξηρά· από τον Μάιο έως τον Ιούλιο παραμένει στην ανοιχτή θάλασσα, μεταναστεύοντας από περιοχή σε περιοχή.
Κατά τον Οκτώβριο με Νοέμβριο οι θαλάσσιοι ελέφαντες ζευγαρώνουν.
Τον Δεκέμβριο τα ώριμα άτομα επιστρέφουν στη θάλασσα για να αναζητήσουν την τροφή τους και τον Μάρτιο και Απρίλιο, οπότε πλησιάζει ο χειμώνας στο νότιο ημισφαίριο, οι θ.ε. αλλάζουν το τρίχωμά τους.
Τον Σεπτέμβριο, και ύστερα από κυοφορία 11 μηνών, τα θηλυκά γεννούν στην ξηρά ένα νεογνό, μήκους περίπου 1,20 μ. και βάρους 50 κιλών, το οποίο καλύπτεται από πυκνό μαύρο τρίχωμα.
Ο θηλασμός διαρκεί δύο μήνες, έως την έκδυση του τριχώματος.
Στα τέλη του 18ου αι., ο θαλάσσιος ελέφαντας ήταν πολύ διαδεδομένος μεταξύ των παραλλήλων 40° και 60° νότιου πλάτους, κυρίως κατά μήκος των νοτιοαμερικανικών και αυστραλιανών ακτών του Ειρηνικού ωκεανού.
Τον επόμενο αιώνα έγινε αντικείμενο εντατικής αλιείας για την εξαγωγή ελαίου από το συκώτι του και έτσι σε πολλές περιοχές το είδος έχει σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανιστεί.
Σήμερα το κυνήγι του έχει περιοριστεί, ώστε να αποφευχθεί η εξαφάνιση του μεγαλόσωμου αυτού είδους φώκιας.
Με ανάλογα μέτρα προστατεύεται και το συγγενές είδος του βορείου ημισφαιρίου Mirounga angustirostris, το οποίο μοιάζει πολύ με τον θαλάσσιο ελέφαντα του νοτίου ημισφαιρίου, είναι λίγο μικρότερο και ζει στον Ειρηνικό ωκεανό, κατά μήκος των ακτών της Βόρειας Αμερικής. Τα αρσενικά ενήλικα άτομα φτάνουν σε μήκος τα 4 μ. και σε βάρος τους 3 τόνους, ενώ τα θηλυκά τα 2-3 μ. και 900 κιλά, αντίστοιχα.
Τα αρσενικά διαθέτουν προβοσκίδα μήκους 30 εκ.
Τα θηλυκά γεννούν ένα μικρό, μήκους 1,2 μ. και βάρους 40 κιλών, μετά από περίοδο κύησης 11 μηνών. Είναι ημερόβια ζώα και τρέφονται κυρίως με ψάρια και κεφαλόποδα μαλάκια.