Λύγκας (Lynx)
Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων, της οικογένειας των αιλουροειδών. Περιλαμβάνει τέσσερα είδη, τα οποία συναντώνται στις ημιαρκτικές και στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου.
Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά μυτερά αφτιά, τα οποία φέρουν συνήθως στην κορυφή τους μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, φέρει δυσανάλογα μακριά πόδια με μεγάλα πέλματα και καταλήγει σε κοντή
ουρά. Η γούνα τους έχει πυκνό και απαλό τρίχωμα και είναι περιζήτητη στο εμπόριο.
Ο λ. κυνηγά φυτοφάγα θηλαστικά, όπως τρωκτικά, λαγούς, σκίουρους, αλεπούδες, ακόμα και ελάφια, καθώς και πουλιά. Εκτός από ικανός θηρευτής, είναι και καλός αναρριχητής, ιδιαίτερα σε νεαρή ηλικία.

Ύστερα από 70-85 ημέρες κύησης, τον Απρίλιο ή τον Μάιο, το θηλυκό γεννά από ένα έως πέντε τυφλά μικρά, τα οποία μετά τον θηλασμό ταΐζονται από τη μητέρα τους με μικρά ζώα.

Ο κοινός ευρασιατικός λ., του είδους Lynx lynx, έχει μήκος περίπου 1,10 μ., τα 15 εκ. από τα οποία αντιστοιχούν στην ουρά του, και βάρος 18-20 κιλά. Το τρίχωμά του είναι κιτρινωπό προς καστανό, συχνά ποικιλμένο με μαύρα σημάδια, μακρύτερο στον λαιμό και στις παρειές· στην άκρη των αφτιών του φέρει μακριά τούφα από μαύρες τρίχες.
Το είδος αυτό ήταν στο παρελθόν αρκετά διαδεδομένο στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας· σήμερα στην Ευρώπη περιορίζεται μόνο σε λίγες απρόσιτες ζώνες.

Στις ορεινές περιοχές της Ισπανίας συναντάται, σε μικρούς αριθμούς, το μικρόσωμο είδος Lynx pardinus, με γκριζοκιτρινωπό τρίχωμα και σκούρες βούλες· ο λ. αυτός κινδυνεύει σοβαρά με εξαφάνιση.

Τα βορειοαμερικανικά είδη Lynx rufus και Lynx canadensis είναι λίγο πιο μικρόσωμα, αλλά όμοια στην εμφάνιση με τον κοινό λ. Το πρώτο είναι ευρέως εξαπλωμένο στις ΗΠΑ και το δεύτερο συναντάται στις βόρειες ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αλάσκα.

Στη βόρεια Αφρική και σε ορισμένες περιοχές της Ασίας ζει το συγγενικό είδος Caracal caracal, γνωστό με την κοινή ονομασία καρακάλ· το αιλουροειδές αυτό, που κατατάσσετο στο παρελθόν στο γένος λ., αναφέρεται και ως λ. της ερήμου.