Λύκος (Canis lupus)
Κοινή ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών του είδους Canis lupus, της οικογένειας των κυνιδών.
Οι γνήσιοι λύκοι ανήκουν στο γένος Canis και αντιπροσωπεύονται από δύο είδη. Είναι στενά συγγενικά ζώα με τον σκύλο, το τσακάλι και το κογιότ.
Ο γκρίζος λύκος, που είναι και ο πιο διαδεδομένος, κατατάσσεται στο είδος Canis lupus και θεωρείται ο πρόγονος όλων των κατοικίδιων σκύλων.
Περιλαμβάνει πολυάριθμα υποείδη, τα οποία συναντώνται σε διάφορες
περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Το θηλαστικό αυτό έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 80 εκ., μήκος 1,60 μ., από τα οποία τα 40 εκ. αντιστοιχούν στην ουρά, και μέσο βάρος 55 κιλά· το θηλυκό είναι λίγο μικρότερο από το αρσενικό.
Το σώμα του είναι ρωμαλέο και καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα που φέρει δύο στρώματα και είναι μακρύτερο στην περιοχή του λαιμού.
Το χρώμα του ποικίλλει από γκρίζο, κιτρινωπό, καφέ ή κανελί στη ράχη και υπόλευκο στην κοιλιά, μέχρι κατάμαυρο, ενώ στις αρκτικές περιοχές συναντώνται πληθυσμοί με εντελώς λευκό τρίχωμα.
Έχει κίτρινα μάτια, μακρύ ρύγχος και τριγωνικά αφτιά που στέκονται πάντοτε όρθια· τα ισχυρά σαγόνια του εμφανίζουν πλήρη οδοντοστοιχία από 42 δόντια, με πολύ ανεπτυγμένους κυνόδοντες.
Τα μπροστινά πόδια του απολήγουν σε πέντε δάχτυλα και τα πίσω σε τέσσερα, όλα εφοδιασμένα με μη ανασταλτά νύχια.

Ο γκρίζος λύκος συναντάται σε ποικιλία βιοτόπων, κυρίως σε δάση και στέπες, σε ορεινές περιοχές, αλλά και σε πεδιάδες ή στην τούνδρα των αρκτικών περιοχών. Είναι πολύ κοινωνικό ζώο και χαρακτηρίζεται από υψηλή νοημοσύνη. Σχηματίζει συνήθως μικρές οικογενειακές ομάδες, αποτελούμενες από ένα μονογαμικό ζευγάρι και τους απογόνους του, δηλαδή νεαρά λυκόπουλα και των δύο φύλων.
Τον χειμώνα μπορεί να σχηματίζονται μεγαλύτερες αγέλες οι οποίες μετακινούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας προς αναζήτηση τροφής, διανύοντας συχνά μεγάλες αποστάσεις· αν και διαθέτουν ανεπτυγμένη όραση, οι λύκοι στηρίζονται κυρίως στην οξύτατη όσφρηση και ακοή τους για τον εντοπισμό των θηραμάτων τους.

Οι λύκοι κυνηγούν συνήθως μικρά ζώα, όπως τρωκτικά, λαγούς και πουλιά, αλλά οι αγέλες επιτίθενται ορισμένες φορές και σε μεγάλα θηλαστικά, όπως ελάφια, ταράνδους, άλκες, βίσονες, καθώς και σε κοπάδια κατοικίδιων ζώων (πρόβατα, κατσίκες κλπ.).
Συνηθίζουν δε να επιλέγουν άρρωστα ή αδύναμα ζώα, τα οποία αποτελούν εύκολη λεία. Η κοινωνική οργάνωση της αγέλης των λύκων γίνεται με βάση ένα αυστηρό πρότυπο ιεραρχίας.
Το αναπαραγωγικό ζευγάρι βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας –είναι το μοναδικό που ζευγαρώνει, έχει πρώτο πρόσβαση στην τροφή, αποφασίζει για τις κινήσεις τις αγέλης κλπ.– με επικεφαλής το αρσενικό και ακόλουθο στην ιεραρχία το θηλυκό ταίρι του· σε περίπτωση που το αρσενικό τραυματιστεί, παίρνει τη θέση του το θηλυκό.
Τα μέλη της αγέλης επικοινωνούν μεταξύ τους με ποικιλία ήχων, κυρίως όμως εκδηλώνουν τις προθέσεις τους με εκφράσεις του προσώπου και με συγκεκριμένες στάσεις του σώματος· με τον τρόπο αυτό γίνεται και η επιβολή της κυριαρχίας από τον αρχηγό ή η εκδήλωση της υποταγής από τα υπόλοιπα μέλη.
Μεταξύ των ηχητικών σημάτων, χαρακτηριστικό είναι το δυνατό ουρλιαχτό του λύκου που ακούγεται κατά τη διάρκεια της νύχτας και έχει σκοπό τη συγκέντρωση της αγέλης, την επικοινωνία με άλλες αγέλες ή απλώς την ευχαρίστηση του ζώου.
Την άνοιξη, το θηλυκό, ύστερα από κύηση περίπου 63 ημερών, γεννά συνήθως 3-7 μικρά σε μια προφυλαγμένη φωλιά, τα οποία θηλάζει επί 4-6 εβδομάδες.
Κατά τη διάρκεια του θηλασμού η λύκαινα συντηρείται από το ταίρι της. Στην ανατροφή και στην προστασία των λυκόπουλων μετά των απογαλακτισμό τους συμμετέχουν συχνά και τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης.

Εξαιτίας του αμείλικτου κυνηγητού του από τον άνθρωπο –ο οποίος θεωρούσε το ζώο αυτό επικίνδυνο γι’ αυτόν και για τα κοπάδια του– και του βαθμιαίου περιορισμού των δασικών ζωνών, οι πληθυσμοί του γκρίζου λύκου έχουν μειωθεί σημαντικά σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας, καθώς ο λύκος αποτελεί σημαντικό κρίκο του τροφικού πλέγματος και συμβάλλει στον έλεγχο του πληθυσμού των φυτοφάγων ζώων.
Η εξαφάνισή του οδήγησε σε ορισμένες περιοχές σε υπερπληθυσμό των φυτοφάγων ζώων, με συνέπεια την υπερβόσκηση των λιβαδιών.
Το είδος Canis lupus περιλαμβάνεται πλέον στο Κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ειδών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προστατεύεται από τη νομοθεσία.
Στην Ευρώπη έχει εκλείψει από τη Μεγάλη Βρετανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, ενώ ο αριθμός του έχει μειωθεί σημαντικά και σε όλη την κεντροδυτική Ευρώπη.

Τα αμερικανικά υποείδη αφθονούν στην Αλάσκα και στον Καναδά, αλλά η εξάπλωσή τους στις ΗΠΑ περιορίστηκε επικίνδυνα, με αποτέλεσμα την επανεισαγωγή πληθυσμών σε διάφορες προστατευμένες περιοχές.
Στην Ελλάδα, οι πληθυσμοί του λύκου μειώθηκαν δραστικά κατά τη διάρκεια του 20ού αι., καθώς μόλις το 1991 έπαψε να θεωρείται επικηρυγμένο επιζήμιο είδος· ωστόσο, συναντάται ακόμα σε πολλές περιοχές, κυρίως στα δάση της Βόρειας Ελλάδας, και δεν απειλείται άμεσα με εξαφάνιση.

Στους γνήσιους λύκους ανήκει και το αμερικανικό είδος Canis rufus, ο επονομαζόμενος κόκκινος λύκος, άλλοτε διαδεδομένος στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ.
Το είδος αυτό, παρόμοιο αλλά μικρότερο σε μέγεθος από τον γκρίζο λ., θεωρείται πλέον σπάνιο καθώς κινδυνεύει με ολοκληρωτική εξαφάνιση.
Για τον λόγο αυτό άγριοι πληθυσμοί κόκκινου λ. έχουν επανεισαχθεί σε περιοχές παλαιότερης εξάπλωσής του, στη Νότια Καρολίνα. Με την κοινή ονομασία χαιτοφόρος λύκος είναι γνωστό το συγγενικό είδος Chrysocyon brachyurus, της Νότιας Αμερικής.
Πρόκειται για μεγαλόσωμο, νυκτόβιο ζώο, ύψους μέχρι 1 μ. στο ακρώμιο. Το τρίχωμά του είναι χρυσοκόκκινο, μαύρο στα λεπτά μακριά πόδια του και στη ράχη και λευκό στην άκρη της ουράς.