Αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των πτερυγιοπόδων, στην οποία ανήκουν οι φώκιες και οι θαλάσσιοι ελέφαντες.
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο οικογένειες, τα πίσω άκρα των φωκιδών έχουν κατεύθυνση προς τα πίσω και δεν αναδιπλώνονται προς τα εμπρός· για τον λόγο αυτό μετακινούνται στην ξηρά έρποντας και όχι στηριζόμενες στα τέσσερα άκρα τους όπως οι ωταρίες και ο οδόβαινος, ελέφαντας, θαλάσσιος· φώκια.
Ο θαλάσσιος ελέφαντας, πτερυγιόποδο θηλαστικό του γένους Mirounga, είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος αντιπρόσωπος της τάξης των σαρκοφάγων.
πτερυγιόποδα (pinnipedia)
Τα πτερυγιόποδα οφείλουν το όνομά τους στο σχήμα των άκρων, που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένο για την κολύμβηση. Τα πτερυγιόποδα έχουν ατρακτοειδές σώμα, προπάντων στο πίσω τμήμα και καλυμμένο από λείο και κοντό τρίχωμα· το κεφάλι είναι μάλλον μικρό· η ουρά είναι γενικά υποτυπώδης.
Στα μπροστινά άκρα είναι πολύ αναπτυγμένα τα οστά που αντιστοιχούν στο χέρι του ανθρώπου, ενώ είναι περιορισμένα εκείνα του προβραχίονα και του βραχίονα· τα πέντε δάχτυλα είναι συνδεμένα με μια ισχυρή μεμβράνη. Τα πίσω άκρα έχουν ανάλογη διάρθρωση, αλλά χρησιμεύουν περισσότερο σαν πηδάλιο, παρά σαν προωστικό μέσο.
Τα δάχτυλα των διάφορων άκρων είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εφοδιασμένα με νύχια. Ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό των πτερυγιόποδων είναι η αξιόλογη ανάπτυξη του υποδερματικού στρώματος λίπους, που περιορίζει ισχυρά τη διαφυγή της σωματικής θερμότητας στο γύρω περιβάλλον, που συχνά είναι πολύ ψυχρό.
Τα πτερυγιόποδα, που κατά μεγάλο μέρος εκτελούν μεγάλες μεταναστεύσεις, ζουν κατά αγέλες, μερικές φορές πολυάριθμες· εκτός από τα ψάρια, τρέφονται μερικές φορές και με άλλα μικρά ζώα, όπως σκουλήκια και καρκινοειδή. Η αναπαραγωγή γίνεται στις ακτές, όπου τα πτερυγιόποδα παραμένουν έως ότου τα μικρά αποχτήσουν αντοχή για μακρά κολύμβηση. Τα πτερυγιόποδα, αν και είναι κατανεμημένα στις παράκτιες ζώνες όλων σχεδόν των θαλασσών, προτιμούν, συνήθως, τα ψυχρά νερά στα ψηλά γεωγραφικά πλάτη.
Τα πτερυγιόποδα διαιρούνται στις επόμενες 3 οικογένειες:
1. Ωταριίδες (ωταρίες, αρκτοκέφαλος, καλόρινος, ζάλοφος και ευμετωπίας), εφοδιασμένοι με μικρά ωτιαία πτερύγια - απ’ όπου και το όνομα της οικογένειας - που λείπουν στα άλλα πτερυγιόποδα. Έχουν λεπτό και ευκίνητο σώμα με πολύ μακρύ λαιμό.
Οι ωταρίες, που λέγονται θαλάσσιες άρκτοι (2 γένη), έχουν απαλό τρίχωμα, ενώ οι θαλάσσιοι λέοντες (3 γένη), φέρουν τρίχωμα τραχύ.
2. Φωκίδες, που υποδιαιρούνται σε τέσσερις υποοικογένειες (φωκίνες ή γνήσιες φώκες, λοβοδοντίνες, μοναχίνες και κυστοφορίνες). Αποτελούν την πολυαριθμότερη από τις οικογένειες των πτερυγιοπόδων· έχουν κεφαλή μάλλον ωοειδές με κοντό λαιμό.
Τα πίσω άκρα είναι τεταμένα προς τα πίσω, ενώ τα πέλματα των ποδιών αντικρύζονται μεταξύ τους· για το λόγο αυτό, οι φωκίδες, που στο νερό είναι πάρα πολύ ευκίνητοι, στον πάγο και στο έδαφος κινούνται με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ τις Ωταριίδες.
3. Οδοβαινίδες. Είναι η ολιγαριθμότερη οικογένεια των πτερυγιόποδων και περιλαμβάνει δύο μόνο είδη τα οποία ονομάζονται κοινώς τρίχεχοι· το σώμα των Οδοβαινιδών είναι στο μπροστινό τμήμα πολύ χοντρό και κοντό, με κεφάλι σχετικά μικρό και λαιμό αρκετά κοντό.
Τα άκρα έχουν πέντε δάχτυλα· τα μπροστινά είναι βραχύτερα από τα πίσω. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις τους, οι Οδοβαινίδες, αντί για ψάρια, τρέφονται κατά προτίμηση με μαλάκια, καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκουν προπάντων σκάβοντας το έδαφος ή τον πάγο.
Τα πτερυγιόποδα οφείλουν το όνομά τους στο σχήμα των άκρων, που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένο για την κολύμβηση. Τα πτερυγιόποδα έχουν ατρακτοειδές σώμα, προπάντων στο πίσω τμήμα και καλυμμένο από λείο και κοντό τρίχωμα· το κεφάλι είναι μάλλον μικρό· η ουρά είναι γενικά υποτυπώδης.
Στα μπροστινά άκρα είναι πολύ αναπτυγμένα τα οστά που αντιστοιχούν στο χέρι του ανθρώπου, ενώ είναι περιορισμένα εκείνα του προβραχίονα και του βραχίονα· τα πέντε δάχτυλα είναι συνδεμένα με μια ισχυρή μεμβράνη. Τα πίσω άκρα έχουν ανάλογη διάρθρωση, αλλά χρησιμεύουν περισσότερο σαν πηδάλιο, παρά σαν προωστικό μέσο.
Τα δάχτυλα των διάφορων άκρων είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εφοδιασμένα με νύχια. Ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό των πτερυγιόποδων είναι η αξιόλογη ανάπτυξη του υποδερματικού στρώματος λίπους, που περιορίζει ισχυρά τη διαφυγή της σωματικής θερμότητας στο γύρω περιβάλλον, που συχνά είναι πολύ ψυχρό.
Τα πτερυγιόποδα, που κατά μεγάλο μέρος εκτελούν μεγάλες μεταναστεύσεις, ζουν κατά αγέλες, μερικές φορές πολυάριθμες· εκτός από τα ψάρια, τρέφονται μερικές φορές και με άλλα μικρά ζώα, όπως σκουλήκια και καρκινοειδή. Η αναπαραγωγή γίνεται στις ακτές, όπου τα πτερυγιόποδα παραμένουν έως ότου τα μικρά αποχτήσουν αντοχή για μακρά κολύμβηση. Τα πτερυγιόποδα, αν και είναι κατανεμημένα στις παράκτιες ζώνες όλων σχεδόν των θαλασσών, προτιμούν, συνήθως, τα ψυχρά νερά στα ψηλά γεωγραφικά πλάτη.
Τα πτερυγιόποδα διαιρούνται στις επόμενες 3 οικογένειες:
1. Ωταριίδες (ωταρίες, αρκτοκέφαλος, καλόρινος, ζάλοφος και ευμετωπίας), εφοδιασμένοι με μικρά ωτιαία πτερύγια - απ’ όπου και το όνομα της οικογένειας - που λείπουν στα άλλα πτερυγιόποδα. Έχουν λεπτό και ευκίνητο σώμα με πολύ μακρύ λαιμό.
Οι ωταρίες, που λέγονται θαλάσσιες άρκτοι (2 γένη), έχουν απαλό τρίχωμα, ενώ οι θαλάσσιοι λέοντες (3 γένη), φέρουν τρίχωμα τραχύ.
2. Φωκίδες, που υποδιαιρούνται σε τέσσερις υποοικογένειες (φωκίνες ή γνήσιες φώκες, λοβοδοντίνες, μοναχίνες και κυστοφορίνες). Αποτελούν την πολυαριθμότερη από τις οικογένειες των πτερυγιοπόδων· έχουν κεφαλή μάλλον ωοειδές με κοντό λαιμό.
Τα πίσω άκρα είναι τεταμένα προς τα πίσω, ενώ τα πέλματα των ποδιών αντικρύζονται μεταξύ τους· για το λόγο αυτό, οι φωκίδες, που στο νερό είναι πάρα πολύ ευκίνητοι, στον πάγο και στο έδαφος κινούνται με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ τις Ωταριίδες.
3. Οδοβαινίδες. Είναι η ολιγαριθμότερη οικογένεια των πτερυγιόποδων και περιλαμβάνει δύο μόνο είδη τα οποία ονομάζονται κοινώς τρίχεχοι· το σώμα των Οδοβαινιδών είναι στο μπροστινό τμήμα πολύ χοντρό και κοντό, με κεφάλι σχετικά μικρό και λαιμό αρκετά κοντό.
Τα άκρα έχουν πέντε δάχτυλα· τα μπροστινά είναι βραχύτερα από τα πίσω. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις τους, οι Οδοβαινίδες, αντί για ψάρια, τρέφονται κατά προτίμηση με μαλάκια, καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκουν προπάντων σκάβοντας το έδαφος ή τον πάγο.