Αλεπού (Vulpes vulpes)
Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με κορυφή κατά κανόνα στρογγυλωπή, οδοντοστοιχία ισχυρή με πολύ ανεπτυγμένους κυνόδοντες, σώμα λεπτό και ουρά με μακρύ και άφθονο τρίχωμα.
Ο πιο αντιπροσωπευτικός και μεγαλύτερος τύπος του γένους είναι η
αλώπηξ η κοινή, που ζει κυρίως στην Ευρώπη και έχει ύψος στο ακρώμιο 35 εκ. και μήκος 1,25 μ. μαζί με τα 45 εκ. που αντιστοιχούν στην ουρά. Η α. σκάβει μια μακριά φωλιά σε έδαφος που καλύπτεται από πυκνή βλάστηση ή οικειοποιείται φωλιές άλλων ζώων· μέσα σε αυτή τη φωλιά το θηλυκό γεννάει 3-10 τυφλά μικρά, μεταξύ Απριλίου και Μαΐου και έπειτα από κυοφορία εννέα εβδομάδων. Ο θηλασμός, που διαρκεί σχεδόν 45 μέρες, συμπληρώνεται από το τέλος της δεύτερης εβδομάδας με μισοχωνεμένα κρέατα που βγάζει από το στόμα της η μητέρα.
Η α. αυτή τρέφεται με κάθε είδους μικρά ζώα που ψάχνει να βρει το δειλινό και τη νύχτα. Επειδή εξολοθρεύει μεγάλο αριθμό τρωκτικών, η κοινή αλεπού μπορεί να θεωρηθεί ζώο ωφέλιμο για τον άνθρωπο, αν και συχνά κάνει επιδρομές εναντίον των μικρών κατοικίδιων.

Όμοια στη μορφή και στο μέγεθος με την προηγούμενη είναι και η ασημόχρωμη α. (αλώπηξ η αργυρόχρους), που απαντάται στις βόρειες περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Η ονομασία οφείλεται στο τρίχωμά της, μιας και πάνω στο μαύρο φόντο ξεπροβάλλουν οι άσπρες άκρες των πιο μεγάλων τριχών. Εκτρέφεται με προσεκτική επιμονή στην Αμερική και στην Ευρώπη για την περιζήτητη γούνα της.

Το μικρότερο είδος του γένους είναι η πυγμαία α. (αλώπηξ η μακρόωτος), με μήκος μόλις μισό μέτρο, εκτός από τα 30 εκ. της ουράς. Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι τα μεγάλα αφτιά και το πυκνό γκριζωπό τρίχωμα, ενώ ζει και αυτή στις βόρειες περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Στις στέπες της κεντρικής Ασίας έως τα Ουράλια, ζει η αλώπηξ των στεπώνκορσάκ, της οποίας τη γούνα χρησιμοποιούν πολύ οι Μογγόλοι.

Στις ημιερημικές περιοχές της Νότιας Αφρικής συναντάται η αλώπηξ κάμα, που έχει συνολικό μήκος 90 εκατοστά και στο πάνω μέρος του σώματος διαθέτει ανοιχτό ξανθοκόκκινο τρίχωμα με μαυριδερά στίγματα.

Άλλο είδος είναι η πολική α. (αλώπηξ η λαγόπους), που διαφέρει σε μερικά χαρακτηριστικά: μικρότερο μέγεθος (μέσο μήκος 62 εκ., εκτός από την ουρά), γωνία μεταξύ των κατατομών του ρύγχους και του μετώπου, μικρά και στρογγυλωπά αφτιά, κοντά πόδια και πολύ πυκνή γούνα που φτάνει έως τα δάχτυλα.

Ζει στις πολικές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Το τρίχωμά της, άσπρο τον χειμώνα, γίνεται καστανόφαιο τις άλλες εποχές. Ως επιμέρους είδος της θεωρείται η γαλάζια α., της οποίας η ονομασία οφείλεται στο γκριζογάλανο χρώμα του τριχώματος, το οποίο φαινομενικά δεν μεταβάλλεται.
Τόσο η πολική όσο και η γαλάζια α. εκτρέφονται ευρύτατα στην Αλάσκα και στις βόρειες περιοχές της Ρωσίας, για τη γούνα τους.