Γενετή (genetta)
Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της υποοικογένειας των μοσχογαλιδών της οικογένειας των βιβεριδών. Τα ζώα αυτά μοιάζουν πολύ με τις λεοπαρδάλεις, αλλά έχουν μικρότερο μέγεθος και μακρύτερο κεφάλι.
Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά έχουν μεγάλη ουρά, στη βάση της οποίας υπάρχει μια μικρή σακούλα, ο αδενοφόρος θύλακας, που περιέχει ένα παχύρρευστο υγρό, το ζίβεθο, χρήσιμο στην αρωματοποιία (λέγεται επίσης
ζιβέτιο και μόσχος).
Το επίμηκες σώμα τους φτάνει το 1 μ., χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευλυγισία και καταλήγει σε πολύ μακριά ουρά.
Μεταξύ των περίπου 9 ειδών του γένους, γνωστότερη είναι η κοινή γενετή, Genetta genneta, ιθαγενής της βόρειας Αφρικής· εμφανίζεται, επίσης, στην Ευρώπη, κυρίως στη νότια Γαλλία και στη βόρεια Ισπανία. Έχει μαλακό τρίχωμα, διάστικτο από σκουρόχρωμες κηλίδες σε κρεμ ή ωχροκίτρινο φόντο, και ραβδωτή ουρά.
Γενικά προτιμά ξηρότερες περιοχές σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη του γένους και ζει κυρίως στα δάση όπου αναρριχάται με ευκολία στα δέντρα.
Είναι νυχτόβια ζώα και κατά κανόνα μοναχικά. Τρέφονται με διάφορα μικρά ζώα, όπως πουλιά, ερπετά ποντίκια και μικρά θηλαστικά, κ.ά.
Τα θηλυκά γεννούν 1-3 μικρά μετά από 10-11 εβδομάδες κυοφορίας.
Με την ονομασία γ. αναφέρεται επίσης το συγγενικό υδρόβιο είδος Osbornictis piscivora, το οποίο ζει στα τροπικά δάση της Αφρικής, συνήθως στις όχθες των ποταμών.
Έχει καστανοκόκκινο τρίχωμα χωρίς κηλίδες, μαύρη ουρά και λευκά στίγματα ανάμεσα και πάνω από τα μάτια.