Κοάτι (Nasua nasua)
κοινή ονομασία σαρκοφάγου θηλαστικού τού γένους και τού είδους Nasua nasua, της οικογένειας των προκυονιδών (procyonidae).
Έχει μήκος σώματος από 41 έως 67 εκατοστά, το μήκος της ουράς του από 32 έως 69 εκατοστά και ζυγίζει από 3,5 έως 6 κιλά. Ο χρωματισμός του ποικίλει από κοκκινωπό έως γκριζοκάστανο. Το κάτω μέρος είναι ανοιχτότερο. Τα πόδια του μαύρα, η ουρά μακριά και κυρτή με μαύρους, εγκάρσιους δακτυλίους. Το κεφάλι του επίμηκες με χαρακτηριστικό μακρύ ρύγχος.
Ζει σχεδόν σε όλη τη Νότια Αμερική, από την Κολομβία, τη Γαλλική Γουιάνα και τη Βενεζουέλα μέχρι την Ουρουγουάη και τη βόρεια Αργεντινή.
Οικότοπός του είναι δάση παντός είδους, από τροπικά μέχρι ορεινά δάση σε υψόμετρα έως 2500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Δραστηριοποιείται κυρίως την ημέρα. Αναζητά την τροφή του στο έδαφος, ανεβαίνει σε δέντρα για ύπνο, ζευγάρωμα και μετά τη γέννα με τα μικρά. Είναι άριστος κολυμβητής.
Όταν μετακινείται στο έδαφος, η ουρά είναι τεντωμένη κάθετα, ενώ στις αναρριχήσεις στα δέντρα, χρησιμεύει για την εξισορρόπηση.
Τα θηλυκά και τα νεαρά σχηματίζουν μικρές αγέλες από 4 έως 20 ζώα, τα αρσενικά ζουν μοναχικά.
Είναι παμφάγα, τρέφονται με φυτικές τροφές όπως φρούτα, καθώς και με ζωικές τροφές, όπως έντομα και τις προνύμφες τους, αράχνες, σκορπιούς, αβγά πουλιών, μικρά σπονδυλωτά και ψοφίμια.

Κάθε χρόνο κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, ένα αρσενικό ενώνεται με μια ομάδα θηλυκών. Έπειτα από εφτά με οχτώ εβδομάδες, τα θηλυκά που κυοφορούν αφήνουν την ομάδα για να φτιάξουν φωλιές στα δέντρα. Κάθε θηλυκό θα γεννήσει τρία έως επτά μικρά. Περίπου πέντε με έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό, οι νέες μητέρες, μαζί με τα μικρά τους, επανενώνονται με την ομάδα.

Οι φυσικοί θηρευτές των κοάτιων είναι τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, τα γιγαντιαία φίδια και τα αιλουροειδή όπως τα πούμα και οι ιαγουάροι. Όταν καταδιώκονται, χρησιμοποιούν τις κρυψώνες τους στα δέντρα ή πέφτουν στο έδαφος και παριστάνουν πως είναι ψόφια. Είναι επιβλαβή ζώα για τους αγρότες, επειδή μπορούν να ρημάξουν φυτείες καλαμποκιού και κοτέτσια.
Είναι ευρέως διαδεδομένα και δεν ανήκουν στα απειλούμενα είδη.
Έχει συμπεριληφθεί το 2016, στην "Λίστα ανεπιθύμητων ειδών" για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το όνομα coati ή cuati, προέρχεται από τη γλώσσα τών ιθαγενών Τούπι τής Βραζιλίας.