Μαγκούστα Mangusten (Herpestidae)
Κοινή ονομασία ειδών της οικογένειας των σαρκοφάγων θηλαστικών βιβεριδών, η οποία περιλαμβάνει είδη ενδημικά της Αφρικής, της Ασίας και της νότιας Ευρώπης. Από τα κυριότερα είδη είναι το Herpestes ichneumon, γνωστό και με την ονομασία ιχνεύμων, ενώ στην Ιβηρική χερσόνησο χρησιμοποιείται για το είδος αυτό και η ονομασία meloncillo.
Πρόκειται για ζώο μήκους περίπου 50-60 εκ., χωρίς την ουρά, η οποία μπορεί να φτάσει τα 40 εκ.· είναι διαδεδομένο στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, ενώ
συναντάται επίσης στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στο Ισραήλ. Έχει μακρύ τρίχωμα, γκρίζου ή καστανοκόκκινου χρώματος, και κοντά πόδια εφοδιασμένα με πέντε δάχτυλα και νύχια κατάλληλα για σκάψιμο. Μια λεπτή λωρίδα άτριχου δέρματος περιβάλλει τα μάτια, ενώ η ουρά είναι μακριά και φουντωτή. Η μ. ζει γενικά σε ζεύγη, ενώ κυνηγάει κατά μικρές ομάδες σε θαμνώδεις ζώνες και τρέφεται με τρωκτικά, ερπετά, πτηνά, αμφίβια, ασπόνδυλα, καθώς και θηλαστικά.
Παρουσιάζει έναν χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο τρώει τα αβγά· τα πετάει με τα πίσω πόδια σε κάποια σκληρή επιφάνεια, όπως βράχους, προκειμένου να τα σπάσει. Πονηρή και έξυπνη, ευκίνητη στα άλματα και στο τρέξιμο, σκαρφαλώνει στα δέντρα και κρύβεται οπουδήποτε.
Έχει οξύτατη όσφρηση και ακοή, μέσω των οποίων ανακαλύπτει τη λεία της, απ’ όπου άλλωστε προέρχεται και η ελληνική ονομασία της ιχνεύμων (= αυτός που ακολουθεί τα ίχνη). Η μ. ζει περίπου 12 χρόνια· γεννάει 2-4 μικρά, ύστερα από μια περίοδο κύησης περίπου 11 εβδομάδων. Αν και είναι ζώο ανήσυχο και ευερέθιστο, μπορεί να εξημερωθεί. Η μ. έχει αποθανατιστεί σε αιγυπτιακούς πίνακες του 300 π.Χ.
Ήταν γνωστή ως γάτα του Φαραώ και θεωρείτο ιερό ζώο, λόγω της συνήθειάς της να επιτίθεται ακόμα και σε ιοβόλα φίδια, όπως η κόμπρα και η έχιδνα της ερήμου· πιστεύεται ότι η μ. δεν ενοχλείται από το δηλητήριό τους, στην πραγματικότητα όμως πετυχαίνει τον στόχο της χάρη στην εκπληκτική ευκινησία της που εξαντλεί τα ερπετά.
Στην αρχαία Αίγυπτο, οι μ. φιλοξενούνταν σε ναούς και αγωνίζονταν σε αρένες με φίδια, ενώ οστά τους έχουν βρεθεί και μέσα σε τάφους.

Η ινδική μ., γνωστή με την επιστημονική ονομασία Herpestes javanicus, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μόνο που είναι μικρή σε μέγεθος. Έχει μυτερό κεφάλι, μακριά ουρά και παχύ τρίχωμα, το οποίο μπορεί να στέκεται όρθιο και να κάνει το ζώο να φαίνεται μεγαλόσωμο όταν μάχεται με τους εχθρούς του.
Ζει σε όλη την Ινδία, στο Ιράν και στο Ιράκ, όπου διαβιεί σε ζώνες αραιής βλάστησης, ενώ πλέον έχει εισαχθεί και σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως η Βόρεια Αμερική, η Ευρώπη, η Ιαπωνία και πολλά νησιά του Ειρηνικού ωκεανού. Είναι κυρίως εντομοφάγο ζώο, αν και τρέφεται περιστασιακά και με μικρά σπονδυλόζωα.
Η ινδική μ. εισήχθη στις αρχές του 1870 στην Ινδία για τον έλεγχο του αριθμού των αρουραίων, και το 1883 στη Χαβάη για τον ίδιο λόγο. Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν παραδείγματα αποτυχημένου βιολογικού ελέγχου· η ινδική μ. προκάλεσε επιπλέον τρομερές καταστροφές, ενώ κατάφερε να μειώσει μόνο σε περιορισμένη κλίμακα τον πληθυσμό των αρουραίων.

Ένα άλλο γνωστό είδος της οικογένειας των βιβεριδών είναι το Ichneumia albicauda, διαδεδομένο στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, Ν της ερήμου της Σαχάρας, ενώ συναντάται και στις νότιες περιοχές της Αραβικής χερσονήσου. Είναι ένα μοναχικό μικρόσωμο ζώο μήκους 50-55 εκ. και βάρους περίπου 3 κιλών, με λευκή ουρά.
Όταν ενοχληθεί εκτοξεύει ένα πολύ δύσοσμο υγρό από τους εδρικούς της αδένες, η μυρωδιά του οποίου διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τρέφεται κυρίως με έντομα, αν και καταναλώνει και τρωκτικά, ερπετά, μικρά πτηνά και φρούτα· όταν βρίσκεται κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς, επιτίθεται στα πουλερικά.
Είναι νυκτόβιο ζώο, ενώ την ημέρα κρύβεται κάτω από πυκνούς θάμνους ή μέσα σε λαγούμια. Ένα συγγενές, αλλά πολύ πιο μικρόσωμο είδος είναι η μ. νάνος (Helogale parvula) η οποία είναι πολύ πιο κοινωνική και εξημερώνεται σχετικά εύκολα. H μαγκούστα ή ιχνεύμων τρέφεται με μικρά θηλαστικά, πουλιά και φίδια.