Κατσίκα ή γίδα ή αίγα (Αιξ ο αίγαγρος ο τράγος, Αιξ ο αίγαγρος ο αίγος, Capra aegagrus hircus)
Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες.
Άλλοι ζωολόγοι τη συνδέουν, αντίθετα, με την Capra falconeri του Βελουχιστάν, του Κασμίρ και του Αφγανιστάν ή με το είδος Capra prisca, που έχει εκλείψει και απολιθωμένα λείψανά του έχουν βρεθεί στη Γαλικία.
Η σημερινή κ. (Capra hircus) έχει λεπτό, ψηλό και ευκίνητο σώμα, λεπτά πόδια, στενό κρανίο με κοίλα, δρεπανοειδή κέρατα, καμπυλωμένα προς τα πίσω, λεία ή και τραχιά, κοντή και δασύτριχη ουρά. Το τρίχωμά της είναι συνήθως μακρύ και λείο. Στο πιγούνι φέρει μακρύ γένι, ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στα αρσενικά άτομα.

Η κ. αντιπροσωπεύεται από πολυάριθμες φυλές και παραλλαγές στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Στην Αμερική και στην Αυστραλία εκτρέφονται ορισμένες από τις καλύτερες φυλές, οι οποίες έχουν εισαχθεί από την Ασία και την Ευρώπη.
Στη βόρεια Ιταλία, όπως και στην Ελβετία και στη Σαβοΐα, είναι διαδεδομένη –με ορισμένες παραλλαγές της– η αλπική κ., από την oποία φαίνεται να έχουν προέλθει οι κ. που εκτρέφονται σήμερα στις περιοχές των Απενίνων.

Τυπική ιταλική φυλή είναι η γιργεντάνη, που χαρακτηρίζεται από τα σπειροειδώς περιεστραμμένα κέρατά της.

Ελβετική ράτσα, μεγαλύτερων διαστάσεων, είναι η κ. της Ζάανεν· έχει ύψος περίπου 80 εκ. στο ακρώμιο και μπορεί να δώσει από 1.500 έως 2.000 λίτρα γάλα τον χρόνο.

Στις περιοχές μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας είναι διαδεδομένη η κ. των Πυρηναίων, που εκτιμάται για την εξαιρετική ικανότητα προσαρμογής της και για το μακρύ και μαλακό τρίχωμά της.

Στη νοτιοδυτική Ισπανία βρίσκεται η κ. της Μουρκίας, αρκετά γόνιμη, συνήθως χωρίς κέρατα.

Στην Αίγυπτο και στη δυτική ακτή της Ερυθράς θάλασσας είναι διαδεδομένη η φυλή της Νουβίας, που χαρακτηρίζεται για την πραότητά της και την αντοχή της.

Πολύ κοινή στην Αφρική είναι η φυλή νάνος, με ύψος μόλις 40 εκ. και βάρος 25 κιλά.

Για το άφθονο μακρύ και μεταξένιο τρίχωμά της περιζήτητη είναι η κ. της Αγκύρας, που προέρχεται από τη Μικρά Ασία και εγκλιματίστηκε στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Περίπου όμοια με αυτή είναι η κ. του Κασμίρ (δυτικά Ιμαλάια), που χαρακτηρίζεται από το άριστης ποιότητας (πολύ μαλακό) τρίχωμα, το οποίο χρησιμοποείται στην εριουργία.

Η μαλτέζικη κ. έλαβε την ονομασία της από το ομώνυμο νησί, απ’ όπου κατάγεται, και οι διασταυρώσεις της έχουν διαδοθεί σε όλες τις μεσογειακές χώρες.

Στην Ελλάδα, όπου η εκτροφή κ. ευνοείται από το κλίμα, από τα είδη της βλάστησης και από τη διαμόρφωση του εδάφους, οι ποικιλίες που υπάρχουν είναι κατά πολύ μεγάλο ποσοστό εγχώριες, σε μικρότερο διασταυρωμένες, ενώ υπάρχει και ένα πολύ μικρό ποσοστό από τις φυλές Ζάανεν και αλπική.

Η κατοικίδια κ. είναι ανθεκτική στις αρρώστιες, ικανοποιείται με φτωχή βλάστηση, αλλά μπορεί να αποβεί επιβλαβής στις καλλιέργειες, γιατί είναι άπληστη και τρώει τους νεαρούς βλαστούς των δέντρων. Παρέχει σημαντικές ποσότητες γάλακτος (μπορεί να φτάσει τα 600 λίτρα τον χρόνο), σχεδόν πάντα απαλλαγμένο από βακτήρια, με αξιόλογες θρεπτικές ιδιότητες και εξαιρετικά εύπεπτο.

Μόνο του ή ανακατεμένο με γάλα αγελαδινό ή προβάτου, το κατσικίσιο γάλα παρέχει βούτυρο και τυρί. Το δέρμα της κ. χρησιμοποιείται στην υποδηματοποιία και στη βιομηχανία γαντιών· ιδιαίτερα των τράγων (αρσενικής κ.) χρησιμεύει στην κατασκευή ασκών.
Το τρίχωμα αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή υφάσματος και χαλιών. Τον πλούτο των προϊόντων της κ. και τη σπουδαιότητά τους για τη διαβίωση του ανθρώπου απεικονίζει ο ελληνικός μύθος της νύμφης Αμάλθειας, που θήλασε τον Δία, της οποίας το κέρας έγινε σύμβολο της αφθονίας και της γονιμότητας.
Διάφορες ράτσες κατσίκας συναντώνται σε όλες τις ηπείρους.