Aγριοπρόβατο, αγρινό (Ovis musimon)
Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των κοιλοκέρων, Οβίνες (ovis). Τα αρσενικά έχουν ύψος στο ακρώμιο περίπου 0,70 μ., μήκος έως 1,20 μ., βάρος 40-50 κιλά, κυρτά κέρατα πολύ χοντρά στη βάση και τους χειμερινούς μήνες μια χαίτη γύρω στον λαιμό. Τo θηλυκό είναι μικρότερο και έχει πολύ μικρά –ή και καθόλου– κέρατα. Διαφέρουν επίσης στο χρώμα: το θηλυκό είναι όλο κιτρινοκόκκινο. Το αρσενικό είναι στο επάνω μέρος κοκκινωπό ή σκούρο, ανάλογα με την
εποχή, και στο πλευρό του φέρει δύο μεγάλες λευκές κηλίδες.
Γεννά τον Μάρτιο ένα μικρό. Ζεί 15 έως 18 έτη.
Το αγριοπρόβατο, πρόβατο ο μούσμων (Ovis musimon) ζει σε άγρια κατάσταση, κατά μικρές ομάδες που ολοένα λιγοστεύουν, στα βουνά της Σαρδηνίας και της Κορσικής και τρέφεται με χόρτα και βλαστάρια θάμνων και δέντρων.
Η διασταύρωσή του με την κατοικίδια προβατίνα είναι γόνιμη.
Άλλα είδη υπάρχουν επίσης σε διάφορες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής.
κοιλόκερα
Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το βόδι, ο βούβαλος, η γίδα, το πρόβατο, η αντιλόπη κ.ά.
Κυπριακό Αγρινό (Ovis orientalis ophion)
Ένα άλλο είδος αγριοπρόβατου, σπανιότατο όμως, το πρόβατο ο οφίων (Ovis orientalis ophion), υπάρχει στον Όλυμπο της Κύπρου και στα βουνά της Κρήτης, το οποίο είναι και σύμβολο των Κυπριακών αερογραμμών αλλά και της Κυπριακής εθνικής ομάδας ράγκμπι.
Το κυπριακό αγρινό είναι είδος που παρουσιάζει έντονο φυλετικό και εποχικό διμορφισμό. Τα αρσενικά φέρουν βαριά δρεπανοειδή κέρατα και είναι σαφώς μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά ζώα από τα θηλυκά.
Το βάρος τους φτάνει τα 35 Kg και το ύψος τους το ένα μέτρο. Το τρίχωμα των αρσενικών κατά τη χειμερινή περίοδο είναι βαρύ, χρώματος καστανού με έντονες σκούρες αποχρώσεις στο μπροστινό μέρος του λαιμού, στον θώρακα και στη ράχη. Κατά τη θερινή περίοδο το τρίχωμά τους είναι αρκετά πιο ελαφρύ, ανοιχτότερου χρώματος, ενώ οι σκούρες αποχρώσεις είναι πολύ πιο άτονες ειδικά στη ράχη όπου τείνουν να εξαφανιστούν. Τα θηλυκά άτομα δεν φέρουν κέρατα και το χρώμα τους είναι σχεδόν ομοιόμορφο, ανοιχτό καστανό, το δε βάρος τους δεν ξεπερνά τα 25 κιλά.
Αναπαραγωγή
Το αγρινό χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό είδος αφού συνηθίζει να συγκροτείται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Εκτός της περιόδου ζευγαρώματος οι ομάδες αυτές αποτελούνται, συνήθως, από θηλαστικά του ιδίου γένους. Οι ομάδες των αρσενικών είναι, συνήθως, μεγαλύτερες από αυτές των θηλυκών, ενώ οι ομάδες του καλοκαιριού είναι πάντοτε μικρότερες από αυτές του χειμώνα.
Η περίοδος ζευγαρώματος αρχίζει μετά τις πρώτες βροχές, συνήθως από τις αρχές Οκτωβρίου και διαρκεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου. Τότε, τα κυρίαρχα αρσενικά θηλαστικά έχουν ήδη εγκαταλείψει τις ομογενείς αγέλες τους, για να σχηματίσουν αγέλες ή ομάδες με θηλυκά θηλαστικά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η κυριαρχία ενός αρσενικού και η συμμετοχή του στην αγέλη των θηλυκών για ζευγάρωμα προηγείται έντονων συγκρούσεων με άλλα αρσενικά. Οι συγκρούσεις γίνονται, συνήθως, μέσω βίαιων κτυπημάτων των κεράτων, τα οποία ορισμένες φορές μπορεί να αποβούν μοιραία για τον έναν από τους δύο μονομάχους. Μετά την περίοδο του ζευγαρώματος τα αρσενικά που μετείχαν στην αναπαραγωγή επιστρέφουν ξανά στις αγέλες των αρσενικών.
Τα θηλυκά γεννούν έπειτα από κυοφορία 5 μηνών, συνήθως ένα ή σπανιότερα δύο μικρά. Η γεννητική περίοδος εκτείνεται από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τα τέλη Μαΐου, με τις περισσότερες γεννήσεις να γίνονται κατά το πρώτο μισό του Απριλίου.
Τα νεογέννητα αγρινά από τις πρώτες ώρες μετά τη γέννησή τους μπορούν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους στο δάσος ενώ έπειτα από μερικές μέρες είναι τόσο ευκίνητα που μπορούν να αποφύγουν σχεδόν κάθε κίνδυνο που τα απειλεί. Τα νεαρά αρσενικά παραμένουν με τη μητέρα τους για περισσότερο από ένα έτος και είναι αρκετά συνηθισμένο να δει κάποιος ένα θηλυκό αγρινό μαζί με τα μικρά των δύο τελευταίων γεννών. Αντίθετα, τα θηλυκά μένουν με τη μητέρα τους, συνήθως, για όλη τη ζωή τους.
Διατροφή
Αν και η διατροφή του ποικίλλει κατά τις διάφορες εποχές του έτους, γενικά προτιμά να τρέφεται με ποώδη παρά με δενδρώδη ή θαμνώδη βλάστηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κατά τη θερινή περίοδο κινείται και τρέφεται, κυρίως, το απόγευμα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Αντίθετα, το χειμώνα, κινείται και τρέφεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Το καλοκαίρι, λόγω της έντονης ξηρασίας και της μείωσης της ποιότητας και της ποσότητας της ποώδους βλάστησης, τρέφεται συμπληρωματικά με βολβώδη φυτά, φύλλα και βλαστούς δέντρων και θάμνων και διάφορα φρούτα και καρπούς του δάσους όπως μόσφιλα, βαλανίδια, μούρα, αγριοστάφυλα κ.ά.
Την περίοδο αυτή πολλά ζώα αναγκάζονται να εξέλθουν από τα όρια του δάσους προς αναζήτηση τροφής με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στις παραδασόβιες γεωργικές καλλιέργειες όπως αμπέλια, οπωρώνες και εποχιακές καλλιέργειες.

To αγρινό είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό και ενδημικό είδος της Κύπρου, και δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πανίδας του νησιού.
Αποτελεί το στολίδι του κυπριακού δάσους και το καμάρι των Κυπρίων. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του νησιού και τον κυπριακό πολιτισμό και απεικονίζεται σε μεγάλο αριθμό αγγείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων.