Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον όρο ο. χαρακτηρίζονται συνήθως τα κατοικίδια πρόβατα κι οι κατσίκες. Εδώ γίνεται λόγος για άγρια πρόβατα (για τα κατοικίδια και την προβατοτροφία, πρόβατο). Οι ο. έχουν ύψος, ως το ακρώμιο, από
περίπου 70 εκ. έως 1,20 μ.· το κεφάλι, μάλλον χοντρό στο αρσενικό, έχει πάντοτε ρωμαλέα κέρατα με τριγωνική τομή, γενικά ρυτιδωτά και ελικοειδή· στο θηλυκό, τα κέρατα, όταν υπάρχουν, δεν παρουσιάζουν ποτέ αξιόλογη ανάπτυξη. Η ουρά είναι συνήθως κοντή και καλύπτεται από τρίχωμα.
Ανάλογα με το είδος η κύηση διαρκεί από 140 έως 175 ημέρες· συνήθως γεννιούνται ένα ή δύο μικρά. Αντίθετα με τα κατοικίδια πρόβατα, τα άγρια είναι ευκίνητα ζωηρά και γενναία.
Εκτός από το μουφλόν που απαντάται μόνο στην Κορσική και στη Σαρδηνία, και το πρόβατο των Βραχωδών Ορέων, τυπικό της Βόρειας Αμερικής, το γένος Όβις περιλαμβάνει άγριους ο., διαδομένους στην κεντρική και δυτική Ασία.
Ένα από τα σπουδαιότερα είδη είναι το αργκαλί (ovis ammon), που με διάφορα υποείδη ζει από το Θιβέτ έως την οροσειρά των Αλτάι· είναι ένας από τους μεγαλύτερους ο., που μπορεί να φτάσει μήκος 2,15 μ. και βάρος πολύ μεγαλύτερο από 100 κιλά.
Υποείδος του θεωρείται το πρόβατο του Παμίρ (ovis ammonpoli), που λέγεται επίσης πρόβατο ή μουφλόν του Μάρκο Πόλο, γιατί το ανακάλυψε και το περιγράφει στο έργο του ο Βενετσιάνος περιηγητής. Το μεγαλόσωμο αυτό πρόβατο, με βάρος μέχρι 200 κιλά, ζει κατά προτίμηση σε ύψη 2000- 4000 μ.
Άλλα σπουδαία ασιατικά είδη είναι το ουριάλ (ovis vignei), από το οποίο πιστεύεται ότι προήλθαν πολλά από τα κατοικίδια πρόβατα, και το μουφλόν της Αρμενίας (ovis orientalis) διαδεδομένο από τον Καύκασο έως την Περσία.
Το πρόβατο των Βραχωδών Ορέων (ovis canadensis), που λέγεται από τους κατοίκους εκεί bighorn (μεγαλοκέρατο), επειδή τα κέρατά του έχουν μεγάλη ανάπτυξη, μπορεί να φτάσει σε ύψος, έως το ακρώμιο, το 1 μ. και να ξεπεράσει λίγο το βάρος των 100 κιλών.
Χωρίζεται σε μερικά υποείδη και ζει στις ορεινές ζώνες του δυτικού τμήματος της Βόρειας Αμερικής, από τον πολικό κύκλο έως το Μεξικό.
Ο ο. αυτός δεν έχει πυκνό μαλλί, το χρώμα του διαφέρει από το ένα υποείδος στο άλλο ανάλογα με την εποχή, την ηλικία και το φύλο. To bighorn, που υφίστατο παλαιότερα αμείλικτο κυνήγι για το κρέας και το μαλλί του, προστατεύεται τώρα με αυστηρούς νόμους και είναι αρκετά κοινό στους εθνικούς δρυμούς.
αρτιοδάκτυλα
Τάξη σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν όλα τα οπλοφόρα που έχουν άρτιο αριθμό δαχτύλων σε κάθε πόδι. Τα α. δεν έχουν το πρώτο δάχτυλο και τα πέμπτα είναι πολύ μικρά ή λείπουν εντελώς, όπως στην καμήλα. Η τάξη των α. υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις: τα συόμορφα με δύο ανθυποτάξεις (χοιροειδή και αγκωνόδοντα), τα τυλόποδα και τα μηρυκαστικά με δύο ανθυποτάξεις (τραγίδια και κερασφόρα).
Τάξη σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν όλα τα οπλοφόρα που έχουν άρτιο αριθμό δαχτύλων σε κάθε πόδι. Τα α. δεν έχουν το πρώτο δάχτυλο και τα πέμπτα είναι πολύ μικρά ή λείπουν εντελώς, όπως στην καμήλα. Η τάξη των α. υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις: τα συόμορφα με δύο ανθυποτάξεις (χοιροειδή και αγκωνόδοντα), τα τυλόποδα και τα μηρυκαστικά με δύο ανθυποτάξεις (τραγίδια και κερασφόρα).
κοιλόκερα (cavicornes)
Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το βόδι, ο βούβαλος, η γίδα, το πρόβατο, η αντιλόπη κ.ά.
Τα ελάφια γενικά ονομάζονται ολόκερα, σε αντίθεση προς τα κοιλόκερα, επειδή έχουν κ. πλήρη και όχι κοίλα, διακλαδιζόμενα, ολόκληρα οστεώδη και πρόσκαιρα (ή αποπίπτοντα).
Ο ρινόκερος έχει κ. περιττού αριθμού, τοποθετημένα στη ραχιαία επιφάνεια του ρύγχους, τα οποία αποτελούνται από μια σημαντική κερατοειδή ανάπτυξη του δέρματος.
Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το βόδι, ο βούβαλος, η γίδα, το πρόβατο, η αντιλόπη κ.ά.
Τα ελάφια γενικά ονομάζονται ολόκερα, σε αντίθεση προς τα κοιλόκερα, επειδή έχουν κ. πλήρη και όχι κοίλα, διακλαδιζόμενα, ολόκληρα οστεώδη και πρόσκαιρα (ή αποπίπτοντα).
Ο ρινόκερος έχει κ. περιττού αριθμού, τοποθετημένα στη ραχιαία επιφάνεια του ρύγχους, τα οποία αποτελούνται από μια σημαντική κερατοειδή ανάπτυξη του δέρματος.