Παχύδερμα (pachyderm)
Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ορισμένα οπληφόρα ζώα, μη μηρυκαστικά, που έχουν δέρμα παχύ, στο οποίο οφείλουν και το όνομα.
Η τάξη των παχύδερμων, την οποία είχε συστήσει ο Ζορζ Κυβιέ, δεν διατηρήθηκε στη σύγχρονη συστηματική, γιατί περιλάμβανε ζώα πολύ λίγο συγγενή μεταξύ τους, όπως οι ελέφαντες, που θεωρούνται τα τυπικότερα παχύδερμα, οι ιπποπόταμοι, οι ρινόκεροι, οι τάπιροι και οι χοίροι.
Τα παχύδερμα ζώα ήταν σχεδόν
άγνωστα στην Ευρώπη ως το 17o αιώνα.

Για το λόγο αυτό, διάφοροι επιχειρηματίες θεαμάτων, τα παρουσίαζαν στο κοινό με την καταβολή τιμήματος εισόδου.

οπληφόρα
Ομάδα θηλαστικών προικισμένων με οπλή. Παλαιότερα, τα οπληφόρα κατατάσσονταν σε ιδιαίτερη τάξη, οι νεότερες όμως ταξινομήσεις ανέβασαν σε τάξεις τις παλιές υποτάξεις· περιλαμβάνουν τα μηρυκαστικά και τα μη μηρυκαστικά αρτιοδάκτυλα, τα υρακοειδή, τα περιττοδάκτυλα και τα προβοσκιδωτά.
Στα οπληφόρα η ανώτερη ζώνη του μεγάλου νυχιού είναι διπλωμένη γύρω από το μπροστινό μέρος της τελευταίας φάλαγγας, ενώ το κατώτερο τμήμα αποτελεί το πέλμα, στο οποίο στηρίζεται το ζώο όταν είναι σε όρθια στάση ή βαδίζει.
Τα οπληφόρα έχουν και άλλα κοινά χαρακτηριστικά –σχετικά με τη διατροφή, την οδοντοφυΐα και τα άκρα– για τα οποία γίνεται λόγος στις προαναφερόμενες τάξεις ή στα αντίστοιχα τυπικά είδη.
Τα οπληφόρα έχουν 1-5 δάχτυλα και διακρίνονται σε περισσοδάχτυλα, αν έχουν περιττό αριθμό δαχτύλων, και σε αρτιοδάχτυλα, αν διαθέτουν άρτιο αριθμό δαχτύλων.