Λάμα (Lama)
Γένος αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών της οικογένειας των καμηλιδών, ιθαγενές της Νότιας Αμερικής.
Με την ονομασία λάμα είναι κυρίως γνωστό το είδος Lama glama· η λόγια ελληνική ονομασία του είναι προβατοκάμηλος.
Το λάμα δεν φέρει τις καμπούρες που χαρακτηρίζουν τις καμηλίδες της Ασίας και της Αφρικής (καμήλες)· διαφέρει, εξάλλου, από αυτές στο μέγεθος, καθώς το ύψος του λ. στο ακρώμιο δεν
ξεπερνά το 1,20 μ., ενώ το βάρος του φτάνει τα 130-155 κιλά. Έχει μακριά πόδια και λαιμό και κοντή ουρά.
Το κεφάλι του, από το οποίο λείπουν τα κέρατα, είναι μικρό, με όρθια και ευκίνητα αφτιά και μεγάλα μάτια, ενώ το άνω χείλος του είναι σχιστό.
Οι κοπτήρες –δύο στην άνω γνάθο και έξι στην κάτω– είναι αρκετά ανεπτυγμένοι. Κάθε οδοντικό τόξο περιλαμβάνει επίσης δύο κυνόδοντες –πολύ περιορισμένους στο θηλυκό– τέσσερις προγόμφιους και έξι γομφίους.
Το τρίχωμά του, συνήθως λευκό, ορισμένες φορές καφέ, μαύρο ή λευκό με σκούρα στίγματα, είναι κοντό στο κεφάλι και στα πόδια, ενώ στο υπόλοιπο σώμα είναι μακρύ, κυρίως στον λαιμό του αρσενικού.
Είναι φυτοφάγο ζώο και τρέφεται με φύλλα και διάφορα χόρτα.
Το θηλυκό γεννά ένα, σπανιότερα δύο μικρά, ύστερα από κύηση 340 ημερών.
Το λάμα εξημερώθηκε από την προκολομβιανή εποχή. Είναι διαδεδομένο στα υψίπεδα του Περού και στις ορεινές ζώνες της Βολιβίας, του Ισημερινού (Εκουαδόρ), της Χιλής και της Αργεντινής. Πρόκειται για ανθεκτικό, υπάκουο και πράο ζώο, το οποίο χρησιμοποιείται ως υποζύγιο· έχει, ωστόσο, τη συνήθεια να φτύνει –να εκτοξεύει δηλαδή αναμασημένη τροφή ανάμεικτη με σάλια– εκείνον που τον ενοχλεί.
Το μαλλί του χρησιμοποιείται για την κατασκευή χοντρών υφασμάτων και χαλιών. Τα θηλυκά εκτρέφονται επίσης για το γάλα και για το εύγευστο κρέας τους.

Τα υπόλοιπα είδη του γένους, που θεωρούνται υποείδη του είδους Lama glama από ορισμένους ερευνητές, είναι μικρότερα σε μέγεθος και συναντώνται περίπου στις ίδιες περιοχές της Νότιας Αμερικής.
Εξημερωμένα είναι τα είδη Lama pacos, γνωστό με την κοινή ονομασία αλπακά και Lama vicugna (ή Vicugna vicugna), γνωστό με την κοινή ονομασία βικούνια.
Το είδος Lama guanicoe κοινώς, γκουανάκο ζει, αντίθετα, σε άγρια κατάσταση, αλλά το κυνηγούν για το δέρμα και το μαλλί του.
(Lama pacos), μικρότερο σε μέγεθος από το κοινό λάμα, ζει σχεδόν αποκλειστικά σε εξημερωμένη κατάσταση.