Ορνιθόρυγχος (ornithorhynchus anatinus)
θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων. Το ενήλικο αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 60 εκ., από τα οποία το ένα τρίτο καταλαμβάνει η ουρά, που είναι πεπλατυσμένη και μυώδης.
Το κεφάλι χαρακτηρίζεται από ρύγχος σε σχήμα ράμφους πάπιας, πολύ πλατύ και χωρίς δόντια, καλυμμένο από γυμνό και πολύ ευαίσθητο δέρμα, το οποίο αποτελεί ένα θαυμάσιο μέσο αναζήτησης της τροφής (κυρίως προνυμφών, σκουληκιών και μαλακίων) στην άμμο και στη λάσπη των λιμνών και των ποταμών της ανατολικής Αυστραλίας και της Τασμανίας, στις όχθες των οποίων ζει συνήθως ο ορνιθόρυγχος· στο μπροστινό μέρος του ράμφους ανοίγουν τα ρουθούνια, που αποτελούνται από δύο ωοειδείς οπές η μία κοντά στην άλλη.
Τα αυτιά, τα μικρά μάτια, που έχουν και τρίτη βλεφαρική μεμβράνη, και τα ρουθούνια μπορούν να κλείνουν τελείως κατά την κολύμβηση, στην οποία ο ορνιθόρυγχος είναι ικανότατος.
Το σώμα, όπως και το κεφάλι, είναι πολύ πεπλατυσμένο και είναι επενδυμένο με απαλό, όχι μακρό, τρίχωμα, καστανό στη ράχη και ανοιχτό γκριζοκίτρινο στην κοιλιά.
Τα άκρα απολήγουν σε 5 δάχτυλα εφοδιασμένα με νύχια που συνδέονται με μια μεμβράνη, χρήσιμη για την κολύμβηση, την οποία ο ορνιθόρυγχος χρησιμοποιεί σαν τιμόνι.
Τα πίσω άκρα του αρσενικού είναι προικισμένα με πλήκτρο μήκους 2-3 εκ., με το οποίο το ζώο μπορεί να εγχύσει στο περίβλημα του αντιπάλου το κρυφό δηλητήριο ενός αδένα που βρίσκεται κοντά στο όπλο αυτό.
Σε μια φωλιά που σκάβει κοντά σε μέρη όπου υπάρχει νερό, η θηλυκή γεννά μια φορά τον χρόνο δύο ή το πολύ τρία αβγά, που κλωσσά επί περίπου 15 ημέρες: κατά τη γέννησή τους, τα μικρά έχουν μήκος 2 εκ.· τρέφονται απομυζώντας το τρίχωμα της περιοχής των μαστών, που δεν έχουν θηλές και από τους oποίους περνά η γαλακτώδης ουσία που προέρχεται από τους πολυάριθμους πόρους των ειδικών αδένων.