Οπόσουμ, opossum (Didelphinae)
Κοινή ονομασία μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των διδελφιδών, τα οποία ζουν στην Αμερική.
Η οικογένεια περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη μικρού έως μεσαίου μεγέθους, τα οποία συναντώνται σε μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, κυρίως της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Τα μικρότερα είδη ανήκουν στο γένος Monodelphis και έχουν μήκος σώματος μόλις 16-17 εκ. και ουράς 9 εκ.
Τα ο. έχουν συνήθως μακρύ, οξύληκτο ρύγχος, πλήρη οδοντοστοιχία και κοντά πόδια με πέντε δάχτυλα εφοδιασμένα με ισχυρούς γαμψώνυχες, εκτός από το εσωτερικό δάχτυλο των πίσω ποδιών, που φέρει απλό νύχι και είναι αντιτακτό· το χαρακτηριστικό αυτό συναντάται μόνο στα πρωτεύοντα θηλαστικά και διευκολύνει την αναρρίχηση των οπόσουμ στα δέντρα, όπως και η γυμνή, φολιδωτή ουρά τους, που είναι συνήθως μακριά και συλληπτήρια.
Σε ορισμένα είδη της Νότιας Αμερικής ο μάρσιπος είναι υποτυπώδης ή απουσιάζει.
Τα ο. είναι νυκτόβια, μοναχικά ζώα, προσαρμοσμένα στην δενδρόβια διαβίωση, εκτός από λίγες εξαιρέσεις.
Το μοναδικό υδρόβιο είδος είναι το Chironectes minimus, γνωστό με την κοινή ονομασία γιαπόκ.
Τα περισσότερα είδη είναι παμφάγα ή σαρκοφάγα και η διατροφή τους μεταβάλλεται ανάλογα με τη διαθεσιμότητα. Ένας από τους μεγαλύτερους αντιπροσώπους της οικογένειας είναι το είδος Didelphis virginiana, το συνολικό μήκος του οποίου μπορεί να φτάσει το 1 μ., το μισό του οποίου αντιστοιχεί στην ουρά.
Το σώμα του είναι εύρωστο και φτάνει σε βάρος τα 6 κιλά, καθώς αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες λίπους. Το μακρύ του κεφάλι έχει πλατιά, γυμνά αφτιά και καταλήγει σε σουβλερό ρύγχος με μακριά μουστάκια· το στόμα του φέρει 50 κοφτερά δόντια, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει παρατηρηθεί ανάμεσα στα χερσαία θηλαστικά. Το χρώμα του οπόσουμ ποικίλλει, ανάλογα με την περιοχή εξάπλωσης. Συνήθως έχει απαλό τρίχωμα από λευκές και μαύρες τρίχες που του δίνουν συνολικά γκριζωπή απόχρωση, ενώ το ρύγχος του είναι λευκό.
Το oπόσουμ είναι παμφάγο και νυκτόβιο ζώο, διαδεδομένο σε εκτεταμένες περιοχές της Βόρειας Αμερικής, ενώ ορισμένοι πληθυσμοί του εξαπλώνονται νοτιότερα.
Την ημέρα παραμένει κρυμμένο μέσα σε σκοτεινές, προφυλαγμένες κοιλότητες και τη νύχτα αναζητά την τροφή του, η οποία περιλαμβάνει κυρίως νεκρά ζώα και ποικίλες τροφές ζωικής και φυτικής προέλευσης.
Με τη βοήθεια των αντιτακτών δαχτύλων των πίσω ποδιών και της συλληπτήριας ουράς του, αναρριχάται με ευκολία στα δέντρα.
Συχνά συναντάται σε κατοικημένες περιοχές όπου θεωρείται ωφέλιμο, γιατί τρώει τα απορρίμματα.
Το κρέας του οπόσουμ τρώγεται και σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ θεωρείται εκλεκτό έδεσμα.
Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του ο. όταν στριμώχνεται από τους θηρευτές του: παραμένει ακίνητο και προσποιείται ότι είναι νεκρό.
Το θηλυκό οπόσουμ, ύστερα από κύηση περίπου 13 ημερών, γεννά πολλά μικρά, μήκους μερικών χιλιοστών, από τα οποία επιζούν περίπου τα 8-9· τα νεογνά εισέρχονται αμέσως στον μητρικό μάρσιπο, όπου παραμένουν προσκολλημένα στις θηλές –συνήθως υπάρχουν 13– για διάστημα περίπου δύο μηνών.
Παρόμοιο με το προηγούμενο είναι και το είδος Didelphis marsupialis, που εξαπλώνεται νοτιότερα, φτάνοντας μέχρι την Αργεντινή.
Οπόσουμ (didelphis virginiana)
θηλαστικό της οικογένειας των διδελφιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Έχει μήκος 0,70-1 μ., από το οποίο περίπου 30 εκ. ανήκουν στην ουρά.
Η οδοντοφυΐα αποτελείται από 50 στοιχεία. Τα πόδια είναι κοντά και έχουν πέντε δάχτυλα, εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια.
Το τρίχωμα, απαλό και περιζήτητο, έχει χρώμα ανοιχτό γκρίζο στο ρύγχος και γκρίζο σκούρο στον κορμό.
To oπόσουμ είναι ζωοτόκο: ύστερα από κύηση που διαρκεί το περισσότερο 15 ημέρες, γεννιούνται τα μικρά, μήκους μερικών χιλιοστών, που εισάγονται αμέσως στον μητρικό μάρσιπο, ο οποίος είναι προικισμένος με 13 θηλές, όπου παραμένουν πάνω από τρεις μήνες.
To oπόσουμ είναι παμφάγο και νυχτόβιο· είναι διαδεδομένο προπάντων σε εκτεταμένες περιοχές της Βόρειας Αμερικής, αλλά με μερικά υποείδη απαντάται και στη Νότια Αμερική.
Χάρη στα μεγάλα νύχια του και στη μεγάλη συλληπτήρια ουρά, ζει εύκολα στα δέντρα.