
Γένος σειρηνοειδών θηλαστικών της οικογένειας των ντιγκονγκιδών, με μοναδικό αντιπρόσωπο το είδος Dugong dugon.
Πρόκειται για μεγαλόσωμο θαλάσσιο ζώο το οποίο συναντάται στην Ερυθρά θάλασσα, γύρω από πολλά νησιά του Ινδικού ωκεανού και κατά μήκος των ακτών της νοτιοανατολικής Αφρικής, της νότιας Ασίας, της Μαδαγασκάρης και της Αυστραλίας, με εξαίρεση τις νότιες ακτές της· το είδος αυτό ζούσε παλαιότερα και στη Μεσόγειο θάλασσα.
Το σώμα του είναι κυλινδρικό και λεπταίνει στο πίσω μέρος καταλήγοντας σε μια διχαλωτή και οριζοντίως πεπλατυσμένη ουρά.
Το δέρμα του είναι χοντρό και φέρει διάσπαρτες τρίχες. Το ενήλικα άτομα έχουν μήκος 2,5-4 μ. και βάρος 200-300 κιλά· εμφανίζουν μικρό φυλετικό διμορφισμό με τα θηλυκά να είναι λίγο μεγαλύτερα από τα αρσενικά.
Ο χρωματισμός του ν. ποικίλλει, αλλά συνήθως έχει γκριζοκάστανο χρώμα στο άνω μέρος του σώματος και ελαφρώς ανοιχτότερο στο κάτω.
Διαθέτει μόνο δύο μπροστινά άκρα, τα οποία έχουν διαφοροποιηθεί σε πτερύγια μήκους 35-45 εκ., κατάλληλα για την κολύμβηση, ενώ στερείται πίσω άκρων.
Τα πτερύγια εξυπηρετούν την προώθηση των νεαρών ατόμων· αντιθέτως, τα ενήλικα ζώα χρησιμοποιούν για τον σκοπό αυτό την ουρά τους και τα πτερύγια έχουν ρόλο τιμονιού.
Το παράξενο κεφάλι του ν. έχει χοντρά, πλαδαρά χείλη, με το κατώτερο να προεξέχει σημαντικά, τα οποία βοηθούν το ζώο να αποσπά χόρτα από το υπόστρωμα· γι’ αυτή του τη συνήθεια το ν. είναι μάλιστα γνωστό με την κοινή ονομασία θαλάσσια αγελάδα.
Η οδοντοστοιχία του είναι ατελής, καθώς οι κυνόδοντες απουσιάζουν, ενώ οι χωρίς σμάλτο γομφίοι αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ζώου αντισταθμίζοντας τη φθορά τους.
Το αρσενικό είναι εφοδιασμένο με δύο χαυλιόδοντες, μήκους 20 εκ., στην άνω γνάθο, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στις διαμάχες με τα άλλα αρσενικά κατά την αναπαραγωγική περίοδο, αλλά και γενικότερα ως αμυντικό όπλο.
Τα ρουθούνια του έχουν σχήμα τοξοειδούς σχισμής και ανοιγοκλείνουν κατά βούληση· τα πολύ μικρά μάτια του προστατεύονται από ένα τρίτο βλέφαρο που κινείται από τα δεξιά προς τα αριστερά και αντίστροφα, ενώ τα αφτιά δεν έχουν πτερύγια.
Το ντιγκόνγκ συναντάται στα ρηχά νερά των θερμών θαλασσών όπου υπάρχει αφθονία βλάστησης και τρέφεται κυρίως με θαλάσσια αγγειόσπερμα φυτά που φυτρώνουν σε μικρό βάθος· περιστασιακά, η διατροφή του περιλαμβάνει επίσης φύκη και καβούρια.
Ξεκουράζεται στα βαθιά νερά κατά τη διάρκεια της ημέρας και μετακινείται τη νύχτα προς τις ακτές, προκειμένου να τραφεί.
Όταν φοβηθεί, βγάζει ένα διαπεραστικό ήχο σαν σφύριγμα.
Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και η περίοδος κύησης διαρκεί περίπου έναν χρόνο· το θηλυκό γεννά συνήθως μόνο ένα μικρό, μήκους περίπου 1 μ., το οποίο αμέσως μετά τη γέννησή του, που λαμβάνει χώρα κάτω από το νερό, κολυμπά στην επιφάνεια για να αναπνεύσει αέρα.
Οι μεγαλύτεροι φυσικοί εχθροί του ντιγκόνγκ είναι ο καρχαρίας και, φυσικά, ο άνθρωπος, ο οποίος το κυνηγά εντατικά για το κρέας, το δέρμα, το λάδι, τα οστά και τα δόντια του, γεγονός που έχει οδηγήσει στη σημαντική μείωση των πληθυσμών του. Έτσι, το ντιγκόνγκ θεωρείται σήμερα είδος απειλούμενο με εξαφάνιση.
Στενά συγγενικό είδος με το ντιγκόνγκ είναι ο μανάτος, επίσης γνωστό ως θαλάσσια αγελάδα· τα είδη αυτά συσχετίζονται με τις Σειρήνες της μυθολογίας.