Κητώδη (Cetacea)
Τάξη μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι φάλαινες, τα δελφίνια και οι φώκαινες. Τα κητώδη είναι θαλάσσια θηλαστικά, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής.
Τα σύγχρονα κητώδη υποδιαιρούνται σε δύο υποτάξεις: τα μυστακοκητώδη (mystacoceti), τα οποία έχουν στο στόμα τους κεράτινα ελάσματα (φάλαινες και φαλαινόπτεροι) και τα οδοντοκητώδη (odondoceti), τα οποία διαθέτουν δόντια (φυσητήρας, δελφίνια, όρκα και νάρβαλ· το τελευταίο διαθέτει μόνο ένα πολύ μακρύ δόντι).
Το σώμα των κ. είναι κατά κανόνα ατρακτοειδές και ενώνεται απευθείας με το τεράστιο κεφάλι, καθώς ο λαιμός τους είναι κοντός ή απουσιάζει τελείως. Το σώμα καταλήγει στο πίσω μέρος σε ένα οριζόντιο ουραίο πτερύγιο, που σχηματίζεται από δύο προεκτάσεις του δέρματος και κινείται κατακόρυφα με τη βοήθεια ισχυρών μυών.
Τα κ. φέρουν συχνά στη ράχη τους ένα λιπώδες ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο φαίνεται ότι συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας του ζώου. Τα μπροστινά τους άκρα έχουν τροποποιηθεί σε νηκτικά πτερύγια, χωρίς εξωτερικά δάχτυλα, ενώ τα πίσω απουσιάζουν εντελώς· σε κάποια είδη υπάρχουν, ωστόσο, υπολείμματα των μηριαίων οστών μέσα στους σαρκώδεις ιστούς.
Παρά τις μεγάλες διαστάσεις τους, το σώμα των κ. παρουσιάζει πολύ μικρή αντίσταση στην κίνηση μέσα στο νερό, χάρη στη μορφολογική διάπλασή του, στην οποία συμβάλλει και η κατατομή του υποδόριου λίπους. Το λίπος αυτό δρα κυρίως ως θερμομονωτικό, για να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος, ακόμα και όταν το ζώο παραμένει για μεγάλο διάστημα σε κρύα νερά. Το λίπος, το οποίο γεμίζει ακόμα και τα μικρά κενά των πορωδών οστών, συμβάλλει επίσης στη μείωση του ειδικού βάρους του σώματος και το διευκολύνει να παραμένει στην επιφάνεια της θάλασσας. Το δέρμα είναι λείο και στερείται επιδερμικών αδένων. Τα μεγαλύτερα είδη στερούνται τριχώματος, ενώ τα μικρά φέρουν στο κεφάλι τους μερικές χοντρές τρίχες.
Το μέγεθος του στόματος των κητωδών εξαρτάται από το αν διαθέτει κεράτινα ελάσματα ή δόντια. Σε διάφορα οδοντοκητώδη (δελφίνια, φώκαινες), τα δόντια είναι πάρα πολλά (από 100 έως 200), έχουν κωνικό σχήμα και δεν είναι πολύ στερεά σφηνωμένα στις σιαγόνες του ζώου, καθώς η κύρια λειτουργία τους είναι να συγκρατούν την τροφή.
Αντίθετα, σε ορισμένα επιθετικά κητώδη, όπως οι όρκες, τα δόντια χρησιμεύουν για τον διαμελισμό μεγάλων θαλάσσιων ζώων. Τα κεράτινα ελάσματα των μυστακοκητωδών, που ονομάζονται μπαλένες, μοιάζουν με κρόσσια και είναι σφηνωμένα στην άνω σιαγόνα του ζώου, με ελεύθερες τις κάτω άκρες τους· όταν το στόμα είναι κλειστό, κρύβονται από το κάτω χείλος.
Για να προσλάβει την τροφή του, το ζώο κολυμπά, κρατώντας το στόμα του ανοιχτό.
Το νερό που μπαίνει στο στόμα φιλτράρεται από τα ελάσματα, στα οποία συγκρατούνται έτσι διάφοροι μικροσκοπικοί οργανισμοί που περιέχονται στο νερό. Με βάση το είδος της διατροφής τους, τα κ. υποδιαιρούνται σε τρεις ομάδες: πλαγκτοφάγα, ιχθυοφάγα και κεφαλοποδοφάγα, ανάλογα με το αν η κύρια τροφή τους είναι τα μικρά καρκινοειδή του ζωοπλαγκτού, τα ψάρια ή τα κεφαλόποδα, αντίστοιχα.
Το πεπτικό σύστημα των κ. αποτελείται από διάφορους χώρους και διαμερίσματα, τα οποία εξυπηρετούν τη μάσηση της τροφής και την πέψη.
Τα κ. αναπνέουν με πνεύμονες, οι οποίοι στις φάλαινες επιμηκύνονται και φτάνουν μέχρι την κοιλιά. Οι πνεύμονες εναποθηκεύουν μια ποσότητα ατμοσφαιρικού αέρα, ίση με 3-4 κ.μ., που περιέχει περίπου 600-800 λίτρα οξυγόνου, όσο δηλαδή αρκεί για να αντέξει το ζώο κάτω από το νερό επί 45 λεπτά.
Ειδικά ο φυσητήρας (Physeter macrocephalus) είναι από τους πιο δεινούς δύτες, φτάνοντας σε βάθος πάνω από 1.000 μ., ενώ μπορεί να παραμείνει κάτω από το νερό για 75 λεπτά. Ακόμα και τα δελφίνια, που έχουν περίπου τις διαστάσεις ενός ανθρώπου, είναι εφοδιασμένα με πνευμονικές κυψελίδες, οι οποίες παρουσιάζουν συνολικό ανάπτυγμα τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό του ανθρώπου.
Η αναπνευστική συσκευή επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον με ένα ή δύο ρουθούνια που βρίσκονται στο ραχιαίο τμήμα του κεφαλιού, από τα οποία το ζώο, όταν επιστρέφει στην επιφάνεια, βγάζει τον αέρα που έχει μέσα του. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, τα κητώδη δεν εκτοξεύουν νερό προς τα επάνω. Η εντύπωση αυτή έχει σχηματιστεί, επειδή κατά την εκβολή του αέρα της αναπνοής αυτός ανακατεύεται με τους εκτοξευόμενους υδρατμούς.
Ο λάρυγγας επιμηκύνεται μέχρι τις ρινικές κοιλότητες και δεν επικοινωνεί απευθείας με το πίσω τμήμα του στόματος, όπως σε όλα τα χερσαία ζώα, αλλά αποτελεί έναν ανεξάρτητο αγωγό που διασχίζει τον φάρυγγα. Με αυτό τον τρόπο, το κήτος κολυμπά διατηρώντας το στόμα του ανοιχτό και δέχεται την τροφή του, χωρίς τον κίνδυνο να περάσουν το νερό και οι τροφές στο αναπνευστικό του σύστημα.
Ο εγκέφαλος των κ. έχει μικρή ανάπτυξη, αλλά παρουσιάζει πολυάριθμες έλικες. Τα αφτιά δεν έχουν εξωτερικά πτερύγια. Τα μάτια, που βρίσκονται εκατέρωθεν του στόματος, είναι μικρά, λίγο κινητά και φέρουν υποτυπώδη και ελαφρώς κινούμενα βλέφαρα.
Η πλευρική αυτή θέση των ματιών εμποδίζει το ζώο να βλέπει ταυτόχρονα και με τα δύο του μάτια. Οι δακρυϊκοί αδένες εκκρίνουν μια λιπαρή ουσία, ικανή να προστατεύει τον κερατοειδή χιτώνα από την ερεθιστική δράση του αλμυρού νερού. Η εξειδίκευση των κ. στην αντίληψη του περιβάλλοντός τους έχει οδηγήσει στην εξάλειψη της οσφρητικής ικανότητας, στη μείωση της όρασης (ένα είδος είναι τελείως τυφλό), αλλά στην εξαιρετική ανάπτυξη της ακοής. Ορισμένες φάλαινες είναι ικανές να αντιλαμβάνονται παλμούς συχνότητας μέχρι 200 kHz, όταν το ανώτερο όριο για τον άνθρωπο είναι 20 kHz. Οι παλμοί εξυπηρετούν τόσο την επικοινωνία όσο και τον ηχοεντοπισμό (σόναρ). Παρότι η ευφυΐα αυτών των ζώων είναι υπό αμφισβήτηση, τα είδη κ. που έχουν μελετηθεί υπό συνθήκες αιχμαλωσίας φαίνεται να βρίσκονται περισσότερο κοντά στα πρωτεύοντα, σε σχέση με άλλα ζώα, όπως είναι ο σκύλος, η γάτα ή το άλογο.
Το βάρος των κ. κυμαίνεται από 90 κιλά έως 160 τόνους. Ο φυλετικός διμορφισμός στο μέγεθος είναι εντυπωσιακός στον φυσητήρα, όπου το αρσενικό μπορεί να φτάσει τους 55 τόνους, ενώ το θηλυκό μόλις τους 25 τόνους. Ορισμένες φάλαινες πραγματοποιούν ετήσιες μεταναστεύσεις από θερμότερα νερά, στα οποία αναπαράγονται, σε ψυχρότερα, όπου τρέφονται.
Τα κητώδη είναι ζωοτόκα. Ύστερα από ένα διάστημα εγκυμοσύνης 9-16 μηνών, γεννιέται ένα μοναδικό μικρό, το οποίο αναδύεται αμέσως στην επιφάνεια για να αναπνεύσει αέρα. Το νεογέννητο, για μια περίοδο μέχρι και 2 ετών, τρέφεται με μητρικό γάλα, το οποίο έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος (μέχρι και 50%) και χαμηλή σε υδατάνθρακες.
Τα κητώδη είναι γενικά μακρόβια· υπάρχουν στοιχεία για ορισμένους φυσητήρες με διάρκεια ζωής μέχρι 75 χρόνια.
Τα κητώδη ζουν κατά αγέλες σε όλες τις θάλασσες της υδρογείου, συνήθως στο ανοιχτό πέλαγος, όπου καταφεύγουν για να αποφύγουν το εντατικό κυνήγι του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος κυνηγά τα κητώδη κυρίως για το λίπος τους και μερικά άλλα ειδικά προϊόντα τους, όπως οι μπαλένες της φάλαινας, το γκρίζο ήλεκτρο των φυσητήρων κ.ά. Τα κ., που αφθονούσαν άλλοτε σε πολλές θάλασσες, σήμερα έχουν περιοριστεί αριθμητικά και πολλά είδη σπανίζουν. Σε σχετικά μεγάλους αριθμούς εξακολουθούν να εμφανίζονται μόνο στις αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες, όπου η δίωξή τους είναι λιγότερο εντατική.

Οι πρόγονοι των κ. είναι άγνωστοι, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι προήλθαν από χερσαία θηλαστικά, που ήταν πιθανώς πρωτόγονα οπληφόρα.
Οι πρώτες απολιθωμένες μορφές των κ. ανάγονται στην ηώκαινο εποχή του καινοζωικού αιώνα. Εκτός από τις φάλαινες (οικογένεια balaenidae), τους φαλαινόπτερους (οικογένεια balaenopteridae) και τον φυσητήρα (Physeter macrocephalus), η τάξη των κητωδών περιλαμβάνει πολυάριθμα άλλα είδη, όπως δελφίνια και άλλα οδοντοκητώδη, ορισμένα από τα οποία εικονίζονται εδώ:


Τα κητώδη υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις, τα μυστακοκητώδη σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, τών κητωδών θηλαστικών που περιλάμβανε γένη τα οποία παρουσιάζουν δόντια μόνο κατά την εμβρυακή ηλικία· και τα οδοντοκητώδη, στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων η φάλαινα και το δελφίνι.·

Περίπου 120 είδη θαλάσσιων θηλαστικών είναι καταγεγραμμένα στον κόσμο, ενώ στην Ελλάδα ζουν εννέα μόνιμα και πέντε περιστασιακά. Το όνομά τους προέρχεταιαπό την αρχαία λέξη «κήτος», που σημαίνει μεγαλόσωμο θαλάσσιο ζώο.
Αν και πολύ μικρές σε μέγεθος και όγκο συγκριτικά με τους ωκεανούς του πλανήτη μας, οι ελληνικές θάλασσες αποτελούν σημαντικούς θαλασσινούς βιοτόπους της Μεσογείου.
Οκτώ από τα εννέα θαλάσσια θηλαστικά ανήκουν στην τάξη των κητωδών- συγκεκριμένα η πτεροφάλαινα, ο φυσητήρας, ο ζιφιός, η φώκαινα, το ρινοδέλφινο, το σταχτοδέλφινο, το ζωνοδέλφινο, το κοινό δελφίνι - ενώ το ένατο, η μεσογειακή φώκια, ανήκει στην τάξη των σαρκοφάγων,
υποτάξη πτερυγιόποδα.