Λεμούριοι
Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων.
Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από μορφολογική όσο και από νοητική πλευρά και, κατά συνέπεια, προηγούνται από αυτούς στη συστηματική κατάταξη.
Οι λεμούριοι έχουν μεγάλα αλλά ανέκφραστα μάτια, μικρά αφτιά και μακρύ ρύγχος.
Η οδοντοστοιχία τους αποτελείται γενικά από 36 δόντια, σε μερικές όμως οικογένειες περιορίζεται σε 30 ή 20.
Το σώμα των λ., που απολήγει κατά κανόνα σε μακριά, μη συλληπτήρια ουρά, είναι ευλύγιστο και καλύπτεται από απαλό τρίχωμα.
Τα άκρα τους είναι συλληπτήρια με αντιτακτούς αντίχειρες και αντιτακτά μεγάλα δάχτυλα του ποδιού.
Τα μικρά θηλάζονται μέσω 2, 4 ή 6 στηθικών, κοιλιακών ή βουβωνικών μαστών.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος τα θηλαστικά αυτά είναι δενδρόβια και νυκτόβια, ενώ πολλά από αυτά είναι καρποφάγα και άλλα εντομοφάγα.
Είναι διαδεδομένα στη νοτιοκεντρική Αφρική, στην Ινδομαλαισία και κυρίως στη Μαδαγασκάρη.
Οι λεμούριοι διαιρούνται στις ανθυποτάξεις των λεμουριoμόρφων και των λορισομόρφων.
Η πλουσιότερη ανθυπόταξη είναι των λεμουριομόρφων, αποκλειστική της Μαδαγασκάρης, που περιλαμβάνει τις οικογένειες των λεμουριδών, των ιντριδών και των νταουμπεντονιδών.
Οι λεμουριόμορφοι, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κυρίως λεμούριοι και μερικά συγγενή είδη, έχουν μέγεθος μέχρι 1,20 μ. και μοιάζουν με πιθήκους.
Φέρουν οξύληκτο ρύγχος, φουντωτή ουρά, τριχωτά αφτιά, παχύ και απαλό τρίχωμα και πρόσθια άκρα λίγο πιο μακριά από τα οπίσθια.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά είδη είναι ο Lemur catta, με γκριζοκοκκινωπό τρίχωμα και πυκνή ουρά με άσπρους και μαύρους δακτυλίους και ο Lemur variegatus, με πλούσιο, άσπρο και μαύρο τρίχωμα· το είδος Lemur catta είναι γνωστό και ως μακί.
Μικρότερες διαστάσεις έχουν οι λεπιλεμούριοι, οι χειρογαλές και οι μικρόκηβοι ή νάνοι λεμούριοι, που έχουν μήκος 30 εκ., τα 15 εκ των οποίων καταλαμβάνει η ουρά.
Μεταξύ των ιντριδών –οι οποίοι, αντίθετα από τους άλλους προπιθήκους, έχουν μάτια γενικά μέσου μεγέθους– περιλαμβάνεται ο Propithecus coronatus, που είναι ημερόβιος, φέρει μικρά αφτιά και μεγάλη ουρά και έχει αποκτήσει την ονομασία του από το χαρακτηριστικό στέμμα λευκού τριχώματος που αναπτύσσεται στο μέτωπό του, ο Indri indri, που είναι ημερόβιος, έχει μήκος έως 1 μ. και πολύ περιορισμένη ουρά, και ο Lichanotus laniger, κυρίως νυκτόβιος, με πολύ πυκνό τρίχωμα και ουρά μακρύτερη από το μέγεθος του σώματος.
Η οικογένεια των νταουμπεντονιδών αντιπροσωπεύεται μόνο από ένα γένος, το Daubentonia, γνωστό και ως Aye-Aye, ιθαγενές της Μαδαγασκάρης· το τελευταίο ζωντανό Aye-Aye αναφέρθηκε κατά τη δεκαετία του 1950. Τα λορισόμορφα είναι μικρά, παμφάγα, νυκτόβια ζώα που χωρίζονται σε δύο οικογένειες ανάλογα με την παρουσία ή απουσία ουράς.
Η οικογένεια των λορισινών χαρακτηρίζεται από την απουσία ουράς και κύριος εκπρόσωπός της είναι το γένος Loris που ζει στη νοτιοανατολική Ασία.
Αντίθετα, η οικογένεια των γκαλαγκινών, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το γένος Galago, χαρακτηρίζεται από μακριά ουρά και τα είδη της ζουν στην Αφρική.
Το γένος Loris περιλαμβάνει ένα είδος που ζει στην Ινδία και στη Σρι Λάνκα, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Loris gracilis.
Έχει μήκος περίπου 25 εκ., στρογγυλό κεφάλι, αιχμηρό ρύγχος, μεγάλα μάτια και σώμα με πυκνό τρίχωμα, που καλύπτει ένα τμήμα της ουράς.
Τα ζώα αυτά είναι δειλά και την ημέρα παραμένουν σκαρφαλωμένα σε ένα κλαδί, κρυμμένα από το φως, ενώ τη νύχτα κινούνται αθόρυβα.
Βρίσκονται συνέχεια σε εγρήγορση και πηδούν με ευλυγισία προκειμένου να αρπάξουν έντομα ακόμα και όταν αυτά πετούν.
Όμοιοι, αλλά ελαφρώς πιο κοντόχοντροι, είναι οι νυκτικήβοι (Nycticebus coucang), διαδεδομένοι στην Ινδία και στις Φιλιππίνες.
Στην Αφρική, από τη Σενεγάλη έως τη Μοζαμβίκη, ζουν οι Galago, που έχουν ωραίο, απαλό τρίχωμα, αφτιά με μεγάλα πτερύγια, οι οποίοι σε περίπτωση κινδύνου μπορούν να σταθούν όρθιοι.
Οι μεγάλοι είναι νυκτόβιοι και τρέφονται κυρίως με αβγά, έντομα και καρπούς, αλλά ενίοτε και με μικρά θηλαστικά.
Περιλαμβάνουν διάφορα είδη, όπως τον Galago senegalesis, ο οποίος φέρει μια χόνδρινη προεκβολή κάτω από τη γλώσσα του, σαν δεύτερη γλώσσα, που βοηθά στον καθαρισμό τους.
προπίθηκοι (Prosimiae)
Ελληνική ονομασία υπόταξης κατώτερων πρωτευόντων θηλαστικών, τα οποία αναφέρονται με τη διεθνή επιστημονική ονομασία prosimii.
Πρόκειται για τα πιο πρωτόγονα πρωτεύοντα, γεγονός που υποδηλώνει και η ονομασία τους (πριν από τους πιθήκους)· από βιολογική άποψη μοιάζουν δηλαδή περισσότερο με τους πρώιμους πρόγονους των σύγχρονων πρωτευόντων, σε σχέση με τους ανθρωπόμορφους πιθήκους (πίθηκοι Νέου Κόσμου, ανθρωποειδείς πίθηκοι και άνθρωπος).
Για παράδειγμα, οι προπίθηκοι: βασίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στην αίσθηση της όσφρησης σε σχέση με τα ανθρωπόμορφα, ενώ η μετατόπιση των ματιών από τα πλάγια προς τα εμπρός δεν έχει ολοκληρωθεί· έχουν μικρότερους εγκέφαλους από τα πρωτεύοντα αναλογικά με το μέγεθος του σώματός τους· συνήθως δεν σχηματίζουν κοινωνικές ομάδες αλλά ζουν μοναχικά· ορισμένα έχουν διατηρήσει έναν γαμψώνυχα σε κάθε χέρι ή/και πόδι κ.ά.
Οι περισσότεροι προπίθηκοι είναι δενδρόβια και νυκτόβια ζώα, τα οποία συναντώνται στα δάση της Αφρικής, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Μαδαγασκάρης. Το μέγεθός τους είναι γενικά μικρό και έχουν μακριά ουρά.
Οι προπίθηκοι υποδιαιρούνται σε τρεις ανθυποτάξεις: στα λεμουριόμορφα (lemuriformes), όπου περιλαμβάνονται οι λεμούριοι, στα λορισόμορφα (lorisiformes) και στα ταρσιόμορφα (tarsiiformes), που περιλαμβάνει τους τάρσιους.
Σε άλλα ταξινομικά συστήματα, οι προπίθηκοι θεωρούνται πολυφυλετική ομάδα με αποτέλεσμα οι δύο πρώτες ανθυποτάξεις να τοποθετούνται στην υπόταξη στρεψίρρινοι (strepsirrhini), που σημαίνει αυτοί που έχουν υγρή μύτη, ενώ οι τάρσιοι κατατάσσονται μαζί με τα ανθρωπόμορφα στην υπόταξη απλόρρινοι (haplorrhini).