Γκαούρ (Gaur)
Κοινή ονομασία των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών του είδους Bos gaurus της οικογένειας των βοοειδών. Είναι το μεγαλύτερο από τα άγρια βόδια, με ύψος περίπου 1,80 μ. στο ακρώμιο.
Έχει ογκώδες σώμα με κοντό λαιμό και φέρει ένα κύρτωμα στην αρχή της ράχης. Στο ευρύ του μέτωπο προβάλλουν δύο μακριά, πλατιά και τοξοειδή κέρατα, με μαύρες άκρες.
Το τρίχωμά του είναι κοντό, καστανοκόκκινο μέχρι μαυριδερό, πιο ανοιχτόχρωμο στο μέτωπο, ενώ τα πόδια του είναι λευκά από τα γόνατα και κάτω.
Τα γκαούρ ζουν σε ολιγομελείς αγέλες, κυρίως στα δάση της Ινδίας, όπως επίσης στη Μυανμάρ, στο Νεπάλ, στη Μαλαϊκή χερσόνησο κ.α., συμβάλλοντας στη γεωργία και στην κτηνοτροφία των περιοχών αυτών.

Ο εξημερωμένος τύπος γκαούρ ονομάζεται γκαγιάλ, το οποίο κατατάσσεται, ορισμένες φορές, ως ξεχωριστό είδος με την επιστημονική ονομασία Bos frontalis.
Το γκαγιάλ είναι μικρότερο σε μέγεθος από το γκαούρ, έχει κωνικά και πιο κοντά κέρατα και σκουρόχρωμο τρίχωμα. Εκτρέφεται κυρίως στο ομόσπονδο κρατίδιο της Ινδίας Ασάμ, για το γάλα, το δέρμα και το κρέας του, ενώ ορισμένες φορές χρησιμοποιείται από τους κατοίκους για τις αγροτικές εργασίες τους. Διασταυρώνεται γόνιμα με το γκαούρ καθώς και με άλλα βοοειδή.