Τάρσιος (Carlito, Tarsius)
Μοναδικό γένος δενδρόβιων προπιθήκων τής οικογένειας ταρσιίδες Tarsidae, στο οποίο ανήκουν 3 είδη, που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συγκροτούν την ξεχωριστή υπόταξη τών πρωτευόντων τάρσιοι ή ταρσιοειδή (tarsiidae).
Όλα τα είδη τάρσιου είναι νυχτόβια ζώα αλλά, όπως και άλλα νυχτόβια, μπορεί να εμφανίζουν δραστηριότητα και κατά την διάρκεια της ημέρας. Σε αντίθεση όμως με τα άλλα νυχτόβια ζώα, έχουν έλλειψη μιας λεπτής αντανακλαστικής περιοχής του ματιού. Οι τάρσιοι έχουν τεράστια μάτια και μακριά πόδια. Τα πόδια τους έχουν εξαιρετικά μακριά τα οστά του ταρσού, γεγονός από το οποίο πήραν και το όνομα τους.


Τάρσιος των Φιλιππίνων (tarsius philippinensis)
Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν στην ουρά· το θηλαστικό αυτό ονομάζεται και φάντασμα εξαιτίας του παράξενου κεφαλιού του, που έχει πολύ μεγάλα και φωσφορίζοντα μάτια.
Άλλα χαρακτηριστικά είναι η αξιόλογη ανάπτυξη των πίσω άκρων σε σχέση με τα μπροστινά, το μήκος των ταρσών, τα ενωμένα με συνδετικά τμήματα δάκτυλα και η συλληπτήρια ουρά.
Ο προπίθηκος αυτός, διαδεδομένος στη νοτιοανατολική ζώνη του Αρχιπελάγους των Φιλιππίνων, ζει στην πυκνή ζούγκλα και κατά τις εσπερινές και νυχτερινές ώρες βγαίνει σε αναζήτηση τροφής, η οποία αποτελείται κυρίως από έντομα, αλλά και από αμφίβια και μικρές σαύρες.
Σε κάθε τοκετό γεννιέται ένα μόνο μικρό, αρκετά ανεπτυγμένο.

Τα λεπτά σαν χαρτί αφτιά του τάρσιου μπορούν να διπλώνουν, να ξεδιπλώνουν και να στρίβουν ώστε να συλλαμβάνουν ακόμα και τους πιο αμυδρούς ήχους. Η οξεία του ακοή τον βοηθάει, όχι μόνο να αποφεύγει τα αρπακτικά, όπως τα άγρια αιλουροειδή, αλλά επίσης να εντοπίζει τη λεία του.
Όταν πέφτει το σκοτάδι, τα αφτιά του συντονίζονται στους ήχους που βγάζουν οι γρύλοι, οι τερμίτες, τα σκαθάρια, τα πουλιά και οι βάτραχοι. Στη συνέχεια, ολόκληρο το κεφάλι ακολουθεί, κατευθύνοντας τα γουρλωμένα μάτια του προς το υποψήφιο γεύμα του.
Τα χέρια του τάρσιου είναι ειδικά σχεδιασμένα για να πιάνεται από λεπτά κλαδιά. Στα ακροδάχτυλά του έχει χαρακτηριστικά «μαξιλαράκια» με ραβδώσεις που του χαρίζουν καλό «κράτημα»​—όπως τα πέλματα των ελαστικών στα αυτοκίνητα. Ακόμα και όταν κοιμάται, χρειάζεται να κρατιέται γερά.
Ραβδώσεις στην κάτω πλευρά της μακριάς ουράς του τον βοηθούν να παραμένει σταθερά στηριγμένος στη θέση του μέχρι να ξυπνήσει.
Χάρη στα μακριά του πόδια, ο τάρσιος μπορεί να πηδήξει σε απόσταση μέχρι και 6 μέτρων​—δηλαδή πάνω από 40 φορές το δικό του μήκος! Όταν αυτό το μικροσκοπικό αρπακτικό βγαίνει για κυνήγι, κάνει άλματα μέσα στο σκοτάδι με τα δάχτυλά του τεντωμένα ώστε να γραπώσει το θύμα του με μαθηματική ακρίβεια.

Ο τάρσιος σπανίως επιβιώνει σε συνθήκες αιχμαλωσίας, και αυτό οφείλεται εν μέρει στην ακόρεστη όρεξή του για ζωντανά έντομα αλλά και στο ότι απεχθάνεται να τον ελέγχουν. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο πλάσμα που εξακολουθεί να γοητεύει το λαό των Φιλιππίνων. Σχεδόν το καθετί πάνω σε αυτόν το συμπαθέστατο κάτοικο των δασών με τα ορθάνοιχτα μάτια είναι και μία έκπληξη.

Το 1997, ο τάρσιος των Φιλιππίνων ανακηρύχτηκε από την κυβέρνηση της χώρας «ιδιαίτερα προστατευόμενο» είδος. Ως εκ τούτου, είναι παράνομο να τον κυνηγούν, να καταστρέφουν το φυσικό του περιβάλλον ή ακόμα και να τον έχουν ως κατοικίδιο.