
αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.), (ὄρυξ, -υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, -υγγος).
Το τρίχωμά τους είναι χλωμό με αντιθέσεις (σκούρα σημάδια στο πρόσωπο και στον λαιμό), και τα μακριά τους κέρατα είναι σχεδόν ίσια. Εξαίρεση αποτελεί ο Όρυξ Ντάμμα, που δεν φέρει σκούρα σημάδια στα πόδια, έχει μόνο αμυδρά σημάδια στο κεφάλι, έχει ωχρό λαιμό και κέρατα σαφώς κυρτά προς τα πίσω. Και τα δύο φύλα έχουν μακριά κέρατα και μια μαύρη μάσκα στο πρόσωπο.
Τα αρσενικά έχουν ύψος έως 180 εκατοστά και μέγιστο βάρος 200 κιλά. Τα θηλυκά έχουν ύψος έως 160 εκατοστά και βάρος έως 160 κιλά. Έχει παρατηρηθεί ότι μπορούν να αμυνθούν με τα κέρατά τους, με επιτυχία από τα μεγάλα αιλουροειδή όπως τα λιοντάρια.
Όλα τα είδη όρυγα ζουν σε περιοχές κοντά στην έρημο, μπορεί να ζήσουν χωρίς νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ζουν σε κοπάδια το πολύ 600 ατόμων.
Υποοικογένεια Ιππποτραγίνες, Γένος Ιππότραγος, Γένος Όρυξ με τα παρακάτω είδη
Oryx leucoryx, Oryx dammah, Oryx beisa και Oryx gazella.