
Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των νωτορυκτιδών. Περιλαμβάνει μόνο δύο είδη, τα Notoryctes typhlops και το μικρότερου μεγέθους Notoryctes caurinus.
Τα μαρσιποφόρα αυτά συναντώνται στις αμμώδεις περιοχές της δυτικής Αυστραλίας, με το πρώτο να είναι εξαπλωμένο στις νότιες περιοχές και το δεύτερο στις βόρειες.
Είναι σπάνια ζώα που μοιάζουν με τους ασπάλακες (τυφλοπόντικες) της Ευρώπης.
Περνούν τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους κάτω από το έδαφος και βγαίνουν στην επιφάνεια μόνο περιστασιακά, συνήθως μετά από βροχή.
Έχουν μήκος περίπου 10-15 εκ. και ζυγίζουν 40-60 γρ.
Το σώμα τους καλύπτεται από απαλό κοντό τρίχωμα ανοιχτού κίτρινου έως λευκού χρώματος, το οποίο παλαιότερα είχε εμπορική αξία.
Είναι τυφλά ζώα, καθώς τα μάτια τους έχουν υποπλαστεί σε υποτυπώδεις φακούς που βρίσκονται κάτω από το δέρμα.
Δεν διαθέτουν, επίσης, εξωτερικά αφτιά, παρά μόνο μικρές οπές, οι οποίες διακρίνονται κάτω από το πυκνό τους τρίχωμα.
Οι αισθήσεις της όρασης και της ακοής είναι περιορισμένες, ενώ, αντίθετα, η αφή και η όσφρηση είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες.
Το κεφάλι τους έχει κωνικό σχήμα, με μακρύ ρύγχος προστατευμένο με μια πλάκα και μικρά ρουθούνια.
Η ουρά τους είναι κοντή –μήκους περίπου 2 εκ.– και αφήνει ένα χαρακτηριστικό κυματοειδές ίχνος στην άμμο, καθώς τα ζώα προχωρούν.
Η μορφολογία των άκρων τους (κοντά και ισχυρά με μακριά νύχια) αλλά και η γενικότερη δομή του σώματός τους δείχνουν ότι οι ν. έχουν προσαρμοστεί στο σκάψιμο, και μάλιστα είναι χαρακτηριστική η ταχύτητα με την οποία μπορούν να ανοίξουν υπόγειους διαδρόμους και να κρυφτούν, όταν αντιληφθούν κάποια απειλή. Όπως και τα υπόλοιπα μαρσιποφόρα, οι ν. διαθέτουν θύλακο (μάρσιπο), το άνοιγμα του οποίου βρίσκεται προς τα πίσω, για να μη γεμίζει με άμμο.