
Κοινή ονομασία κατάρρινου πιθήκου της οικογένειας των κερκοπιθηκίδων. Είναι ο πίθηκος του Αριστοτέλη, ενώ η ονομασία μ. προήλθε από το γαλλικό magot.
Η επιστημονική του ονομασία είναι Μacacus innus ή Macaca sylvanus. Είναι διαδεδομένος στη βόρεια Αφρική, και ιδιαίτερα στο Μαρόκο, όπου διαβιεί στα δάση βελανιδιάς και κέδρου, ενώ συναντάται και στην Ευρώπη, στο Γιβραλτάρ.
Οι μ. είναι μεγάλα πρωτεύοντα θηλαστικά, μήκους έως 70 εκ., τα οποία δεν έχουν ουρά.
Το τρίχωμα του σώματός τους είναι γκρίζο-καφέ έως γκρίζο-κίτρινο, και του προσώπου τους σκούρο ροζ. Έχουν ισχυρές γνάθους, μακριούς κυνόδοντες και γναθικούς θύλακες, οι οποίοι μπορούν να αποθηκεύσουν ποσότητα τροφής ίση με τον όγκο του στομάχου.
Με εξαίρεση το Γιβραλτάρ, όπου είναι πολύ σπάνιος και προστατεύεται από τον νόμο, ο μ. ζει σε πολυάριθμες αγέλες που παρέχουν προστασία.
Τρέφεται κυρίως με φρούτα, φύλλα, σπόρους, άνθη, ριζώματα και διάφορα ασπόνδυλα, ενώ οι κύριοι θηρευτές του είναι τα τσακάλια, οι αλεπούδες, διάφορα αρπακτικά πτηνά και, φυσικά, ο άνθρωπος.
Τα θηλυκά άτομα γεννούν 1 μικρό κάθε δύο χρόνια, ύστερα από μια περίοδο κύησης 165 ημερών.
Τα νεαρά άτομα είναι πολύ μιμητικά και όταν βρίσκονται σε αιχμαλωσία εξημερώνονται εύκολα, ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί και στην επιστημονική έρευνα.
Μακάκος (Macaca)
Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη.
Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και υποείδη, διαφέρουν μερικές φορές σημαντικά μεταξύ τους ως προς την ανατομική δομή και την εξωτερική τους εμφάνιση· για παράδειγμα, σε μερικούς η ουρά είναι μακριά, ενώ σε άλλους είναι μικρή ή απουσιάζει.
Κοινά χαρακτηριστικά είναι οι μεσαίες διαστάσεις σώματος, το ελαφρά προεξέχον υπερόφρυο τόξο και η οδοντοφυΐα με πολύ αναπτυγμένους κυνόδοντες· τα άκρα δεν είναι μακριά, ενώ το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ο αντίχειρας είναι πολύ ανεπτυγμένοι και αντιτακτοί, όπως και στον άνθρωπο.
Ο πιο μεγαλόσωμος μ. είναι ο ουαντερού (Macaca silenus), που ζει μόνο στην Ινδία· έχει μήκος σώματος λίγο μικρότερο από 1 μ., μαζί με την ουρά, η οποία είναι λεπτή, μακριά και καταλήγει σε μια τούφα από μαύρες τρίχες που θυμίζει ουρά λιονταριού.
Ένα ιδιαίτερο είδος είναι ο μ. της Ιαπωνίας (Macaca fuscata), ο οποίος χαρακτηρίζεται από το άτριχο κοκκινωπό ρύγχος του· η ουρά του έχει μήκος μόνο 8 εκ. Ένας μ. που συναντάται συχνά στους ζωολογικούς κήπους είναι ο Μacaca fascicularis που έχει ουρά μήκους όσο και ολόκληρο το σώμα του· διαδεδομένος από τη χερσόνησο της Ινδοκίνας έως τα νησιά της Σούνδης, ζει συχνά κοντά στη θάλασσα και στα ποτάμια και κολυμπά με μεγάλη άνεση.
Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη.
Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και υποείδη, διαφέρουν μερικές φορές σημαντικά μεταξύ τους ως προς την ανατομική δομή και την εξωτερική τους εμφάνιση· για παράδειγμα, σε μερικούς η ουρά είναι μακριά, ενώ σε άλλους είναι μικρή ή απουσιάζει.
Κοινά χαρακτηριστικά είναι οι μεσαίες διαστάσεις σώματος, το ελαφρά προεξέχον υπερόφρυο τόξο και η οδοντοφυΐα με πολύ αναπτυγμένους κυνόδοντες· τα άκρα δεν είναι μακριά, ενώ το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ο αντίχειρας είναι πολύ ανεπτυγμένοι και αντιτακτοί, όπως και στον άνθρωπο.
Ο πιο μεγαλόσωμος μ. είναι ο ουαντερού (Macaca silenus), που ζει μόνο στην Ινδία· έχει μήκος σώματος λίγο μικρότερο από 1 μ., μαζί με την ουρά, η οποία είναι λεπτή, μακριά και καταλήγει σε μια τούφα από μαύρες τρίχες που θυμίζει ουρά λιονταριού.
Ένα ιδιαίτερο είδος είναι ο μ. της Ιαπωνίας (Macaca fuscata), ο οποίος χαρακτηρίζεται από το άτριχο κοκκινωπό ρύγχος του· η ουρά του έχει μήκος μόνο 8 εκ. Ένας μ. που συναντάται συχνά στους ζωολογικούς κήπους είναι ο Μacaca fascicularis που έχει ουρά μήκους όσο και ολόκληρο το σώμα του· διαδεδομένος από τη χερσόνησο της Ινδοκίνας έως τα νησιά της Σούνδης, ζει συχνά κοντά στη θάλασσα και στα ποτάμια και κολυμπά με μεγάλη άνεση.