
Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής.
Ο β. εκτρέφεται για την εργασία που παρέχει (έλξη και όργωμα) στις μη ανεπτυγμένες αγροτικές περιοχές, αλλά και για το κρέας, το γάλα του κλπ.
Είναι μεγαλόσωμος και καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα, μαύρο ή τεφρό. Το σχετικά μικρό κεφάλι του έχει στις πλευρές του κυρτωμένου μετώπου δύο μακριά κέρατα που στρέφονται προς τα πίσω.
Ο αφρικανικός μαύρος βούβαλος Syncerus caffer, που ζει σε αγέλες στα δάση της κεντρικής και νότιας Αφρικής, κοντά σε έλη ή σε υδάτινα ρεύματα, δεν έχει εξημερωθεί και είναι επικίνδυνος. Το είδος αυτό, που έχει μήκος περίπου 2,90 μ. και ύψος στο ακρώμιο 1,80 μ., περιλαμβάνει διάφορα υποείδη, μεταξύ των οποίων και μικρότερες σε μέγεθος μορφές, όπως ο Syncerus caffer nanus, που ζει στα δάση της δυτικής Αφρικής.
Εκτός από τους γνήσιους βούβαλους, με την ονομασία αυτή είναι γνωστά και δύο μικρότερα, άγρια ασιατικά είδη του γένους Ανόα (Anoa). Φτάνουν σε ύψος το 1 μ. και έχουν ευθύγραμμα κέρατα, στραμμένα προς τα πίσω. Το είδος Anoa depressicornis (κοινώς, νάνος βούβαλος) ζει στα πυκνά τροπικά δάση της Κελέβης (Ινδονησία) και το είδος Anoa mindorensis (τοπική ονομασία ταμαρού) είναι ιθαγενές των Φιλιππίνων.